Καθώς το τσίρκο της Χρυσής Αυγής, προελαύνει με τη μορφή «ταγμάτων εφόδου», το σύστημα μοιάζει ανίκανο να αντιδράσει καίρια. Άλλωστε, κανείς δεν φαίνεται να περιμένει από αυτό, καθώς έχει υπονομεύσει μόνο του τον εαυτό του: είναι μισητό για μεγάλη μερίδα ανθρώπων η οποία συστηματικά και μονόπλευρα είναι το εξιλαστήριο θύμα του, είτε από οικονομική – φορολογική σκοπιά είτε από κοινωνική – πολιτισμική.
Με άλλα λόγια, το σύστημα έχει φορτώσει όλα τα οικονομικά βάρη στους από κάτω και δη στους ασθενέστερους, ενώ επιπλέον τους φόρτωσε με μύριους όσους χαρακτηρισμούς: από «διεφθαρμένους» μέχρι «τεμπέληδες» έως και απολύτως συνενόχους στο έγκλημα («μαζί τα φάγαμε»).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η έννοια της νομιμότητας έχει απαξιωθεί στο μυαλό του μέσου όρου και σίγουρα δεν περιμένει από το σύστημα να την υπερασπιστεί, αφού το θεωρεί πηγή της αδικίας που βιώνει τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Για την περίπτωση που το σύστημα πραγματικά ανησυχεί για την άνοδο της Χρυσής Αυγής την οποία ωστόσο εξέθρεψε στους κόλπους του
, δύσκολο να πει κανείς αν θέλει και να μπορεί να κάνει κάτι προκειμένου να ελέγξει την εξαπλούμενη τάση μερίδας της κοινωνίας προς την αυτοδικία ή την δικαιολόγησή της στο πρόσωπο της ΧΑ.Για την περίπτωση που το σύστημα πραγματικά ανησυχεί για την άνοδο της Χρυσής Αυγής την οποία ωστόσο εξέθρεψε στους κόλπους του
Εξάλλου, το ίδιο το σύστημα (η πολιτικο-οικονομική ελίτ της χώρας) δεν κάνει τίποτε άλλο τα χρόνια του μνημονίου από το να επιδεικνύει τις φασιστικές μεθόδους του:
- φοροεπιδρομή στους αδύναμους,
- ξεκλήρισμα των εργαζομένων,
- ενοχοποίηση,
- θρυμματισμός κάθε ίχνους ασφαλούς και αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ως αποτέλεσμα ήρθε και η επίσημη εγκόλπωση «σταγονιδίων», και άλλων τσεκουράτων φυσιογνωμιών στο πολιτικό κέντρο παρέχοντας τη δέουσα θεσμική νομιμοποίηση.
Το μπαλάκι τώρα πέφτει στην Αριστερά, επειδή όμως δεν είμαστε και τίποτε ειδικοί της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας του ναζισμού και του φασισμού, για να προτείνουμε στην Αριστερά τρόπους αντιμετώπισης (άλλωστε όφειλε να ξέρει καλύτερα από μας, είναι η δουλειά της) θα παραθέσουμε μερικές σκέψεις για το τι δεν πρέπει να κάνει η Αριστερά, είτε μιλάμε για ηγεσίες, είτε για τη βάση και το φίλα προσκείμενο ακροατήριο.
Όσο σοκαριστική είναι για πολλούς εξ ημών τόσο η ανοικτή πλέον δράση της ΧΑ όσο και η υποδοχή της (που δεν είναι μονοσήμαντη, κατά τη γνώμη μου αλλά κυμαίνεται από την ευθεία και συνειδητή υποστήριξη ως την παραίτηση ή την αναζήτηση «αντισυστημικής» έκφρασης και υπόβαθρό της είναι η άγνοια), άλλο τόσο απογοητευτική είναι η στάση πολλών αριστερών, που σπεύδουν να κατηγορήσουν συλλήβδην την ελληνική κοινωνία ως «κρυπτοφασιστική», τόσο για την υποστήριξη (ή «υποστήριξη») προς την ΧΑ όσο και για την στάση τους απέναντι στο μεταναστευτικό.
Που διαφέρει αυτή η στάση από εκείνη του Πάγκαλου και του κάθε Πάγκαλου; Αντιθέτως, μοιάζει να είναι ένα ακόμη «μαζί τα φάγαμε» από την ανάποδη.
Είναι άραγε το θέμα μας να καταδειχτεί η ηθική, αισθητική, πολιτισμική υπεροχή των αριστερών έναντι των υπολοίπων που δεν συμμερίζονται τις αξίες της και τσουβαλιάζονται ως «κρυπτοφασίστες»; Μήπως αυτή η στάση υπαγορεύει την απλουστευτική σκέψη ότι αφού αυτό το «υποδεέστερο» τμήμα της κοινωνίας πηγαίνει στη ΧΑ, είναι «καμμένο χαρτί» και δεν του αξίζει να σωθεί. Θα ενισχύσει η Αριστερά τη μοιρολατρία και την εξίσου φασιστική αντίληψη του «αυτοί είμαστε και καλά παθαίνουμε»;
Σ’ αυτή την περίπτωση , η Αριστερά, η οποία στις αναλύσεις της τα προηγούμενα χρόνια έβλεπε «αριστερές μετατοπίσεις» ή εμβέλεια μεγαλύτερη του εκλογικού της ποσοστού μέσα στην κοινωνία, (άρα δεν είδε το πρόβλημα), δεν χρειάζεται να κάνει αυτοκριτική, πολύ περισσότερο να δώσει λύσεις.
Ωστόσο, για ποιους υπάρχει και με ποιους θέλει να συμμαχήσει; Είναι στόχος της μόνο το «ευγενές» τμήμα του πάλαι ποτέ πασοκικού ακροατηρίου;
Το ευκολότερο που μπορεί κανείς να κάνει αυτή τη στιγμή σε μια κοινωνία που βράζει και δείχνει εύφλεκτη, είναι ν’ ανάψεις το φυτίλι του μίσους.
Όμως, κατά πάσα πιθανότητα, όπως στο οικονομικό πεδίο δεν μπορείς να εξορθολογίσεις μια οικονομία που βρίσκεται στην κλίνη του θανάτου γιατί απλούστατα θα πεθάνει άρα το ζητούμενο είναι να ζήσει και όχι να πεθάνει καθαγιασμένη (για όσους πιστεύουν την επίσημη εκδοχή του «εξορθολογισμού»), έτσι και στο κοινωνικό πεδίο δεν μπορείς να αξιώσεις να αφομοιωθεί το μεγαλείο των ιδεών σου, σε μια κοινωνία πανικόβλητη από το φόβο και την οικονομική δυσχέρεια που για όλο και περισσότερους αγγίζει την πείνα. Πολλώ δε μάλλον που αυτή η κοινωνία δε αναπτύχθηκε μέσα σε καμιά ηγεμονία κορυφαίων ιδεών και αξιών τα προηγούμενα χρόνια και μάλλον δεν είναι η μόνη που φταίει γι’ αυτό.
Μπορεί να ακούγεται χριστιανικό, ωστόσο η Αριστερά οφείλει να βρει τρόπους να υπερβεί τα «μικρά» και να σταθεί σ’ εκείνους που την έχουν ανάγκη, προσφέροντας λύσεις που να δικαιώνουν τις ιδέες της και όχι (αυτό που πολλοί αντιλαμβάνονται ως) «κούφια λόγια». Είναι άλλωστε, απείρως προτιμότερο από τις κάθε είδος αρνητικές προβολές στο σώμα της κοινωνίας που μπορούν να λειτουργήσουν ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία».
Κλείνουμε αυτό το ενδεχομένως φλύαρο σημείωμα, κάνοντας χρήση της σκέψης του Παναγιώτη Κονδύλη, από τους πλέον σημαντικούς και παραγνωρισμένους, σύγχρονους έλληνες φιλοσόφους. Ο Κονδύλης, εξετάζοντας τις ανάγκες μια σύγχρονης εθνικής στρατηγικής που θα υπερβαίνει τα τόσο τα «εθνικιστικά» όσο και τα «ειρηνιστικά» ιδεολογήματα, στη διαμάχη μεταξύ αριστερών – δεξιών (το σχήμα που χρησιμοποιεί για την ακρίβεια είναι «ειρηνιστές/οικουμενιστές» εναντίον « εθνικιστών») τα «βάζει» και με τους δύο. Για τους δε πρώτους (κάτι που μπορεί να φανεί χρήσιμη και στην τρέχουσα συζήτηση) σημειώνει:
Νομίζουν ότι λύνουν προβλήματα μόνο και μόνο επειδή εκστρατεύουν εναντίον του «εθνικιστικού φανατισμού». Η συχνότατα όμως μισαλλόδοξη συμπεριφορά τους αποδεικνύει για μιαν επί πλέον φορά ότι ο φανατισμός εναντίον του φανατισμού μπορεί να είναι ακόμη πιο στενοκέφαλος από τον απλό φανατισμό». (Από τον 20ο στον 21οαιώνα, εκδόσεις Θεμέλιο , Αθήνα 1998, σελ.184).
Για όσους απορρίπτουν αυτή την ανάγνωση ας τη δουν τουλάχιστον ως τροφή για προβληματισμό.
Από το Μαρικάκι
Αντανάκλαση: topontiki