Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Με τίποτα δεν ξεπληρώνεται η φυλακή

Εμεινε δώδεκα μήνες σε στρατόπεδο αιχμαλώτων στην Αυστρία το 1944, όπου σε καθημερινή βάση πραγματοποιούσε σκληρές εργασίες, έχοντας πάντα στο μυαλό του το ενδεχόμενο του θανάτου. Κατάφερε όμως και γλύτωσε μετά από μία κινηματογραφική απόδραση. Ο λόγος για το Βολιώτη Νίκο Σαμούρη, ο οποίος μιλά στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ για την περιπέτειά του, την ιστορία ζωής του, αλλά και τις μηδαμινές αποζημιώσεις που έλαβε ως αντάλλαγμα της φυλάκισης και της εξαθλίωσής του.
Πιο επίκαιρη από ποτέ είναι η ιστορία του κ. Νίκου Σαμούρη, του Βολιώτη που ήταν σε στρατόπεδο αιχμαλώτων το 1994, έμεινε 30 κιλά από τα καταναγκαστικά έργα κι έλαβε μόλις 19.250 ελληνικές δραχμές ως αποζημίωση για την περιπέτειά του.   
«Με τίποτα δεν ξεπληρώνονται όλα αυτά που ζήσαμε. Ήμουν μικρό παιδί μέσα στα στρατόπεδα ομήρων, έχασα τα δάχτυλά μου. Καλύτερα να μην έπαιρνα τίποτα και να μην είχα περάσει όλα αυτά», δήλωσε ο κ. Σαμούρης.
Η πρώτη δόση της αποζημίωσης που έλαβαν οι αιχμάλωτοι ήταν το 1963.
Σύμφωνα με τον κ. Σαμούρη έπρεπε να λάβει  35.000 δραχμές, αλλά τελικά έλαβε μόνο 19.250 δραχμές, δηλαδή το 55% των χρημάτων, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα τα κράτησε η ελληνική κυβέρνηση.
«Τις υπόλοιπες 16.000 δραχμές δεν τις πήραμε ποτέ. Τα πήρε το κράτος, γιατί τότε έλεγε ότι τα χρήματα δεν φτάνουν. Το κράτος έκανε κατάχρηση και τα έφαγε. Μας είπαν ότι εάν περισσέψουν, θα μας δώσουν κάτι. Η δεύτερη δόση που πήραμε ήταν 700 δραχμές τότε», τόνισε ο κ. Σαμούρης, ο οποίος είναι Πρόεδρος του Συνδέσμου Ομήρων Γερμανίας Ν. Μαγνησίας.
Το 2002 σύμφωνα με τον ίδιο οι όμηροι πήραν τη δεύτερη αποζημίωση. Ο κ. Σαμούρης, επειδή τραυματίστηκε και έχασε τέσσερα δάχτυλα από βλήμα όπλου, έλαβε 8.500 ευρώ περίπου.  
«Στην Αμερική ορισμένοι πήραν 100.000 ευρώ αποζημίωση. Εδώ μας τα έφαγαν, δεν ξέρω ποιος. Κανονικά έπρεπε να πάρω 15.000 μάρκα. Δεν πήρα τόσα. Τώρα που γίνεται ο ντόρος ο Πάγκαλος ζητά εκείνα τα χρήματα, τα οποία πήραν από τις τράπεζες. Τώρα δεν ξέρω εάν θα αποζημιωθούμε εμείς. Οι Γερμανοί λένε ότι δεν χρωστάνε. Εγώ έχασα ένα χέρι και ήμουν 20 χρονών, Ξέρεις τι είναι να είμαστε 4.000 και να μείνουν 500; Μία ζωή αντικαθίσταται με ψωροδεκάρες;», είπε ο κ. Σαμούρης.
Στην περίπτωση που η ελληνική κυβέρνηση λάβει κάποια από τα χρήματα, τότε οι όμηροι, όσοι έχουν απομείνει, θα διεκδικήσουν κάποιο μερίδιο, αν και όπως είχε ο κ. Σαμούρης «τίποτα δεν μπορεί να ξεπληρώσει εμένα που ήμουν 20 χρονών και ήμουν 12 μήνες σε καταναγκαστικά έργα»
Η σύλληψη
Ο κ. Νίκος Σαμούρης ήταν 20 ετών το 1944 όταν δούλευε σ’ ένα κουρείο του Γιώργου Μπακρατσά στην οδό 2ας Νοεμβρίου, ενώ παράλληλα ήταν στην ΕΠΟΝ, προσφέροντας τη βοήθειά του.
Ένα βράδυ του Ιουνίου καθώς επέστρεφε στο σπίτι του μαζί με τον Βασίλη Νεζεριώτη, το Ζήση Ιωαννίδη και τον μπαρμπα-Μήτσο το ράφτη, τους μπλοκάρισαν ΕΣΑΔΙΤΕΣ με τα όπλα στα χέρια. Τους μετέφεραν στη Γκεστάπο απέναντι από τον Άγιο Νικόλαο και μετά την ανάκρισή τους έστειλαν στις φυλακές Αλεξάνδρας.
Μετά από άλλες αλλεπάλληλες ανακρίσεις και μεγάλη ταλαιπωρία, τους κράτησαν ένα διάστημα στην Κίτρινη Αποθήκη. Από κει τους μετέφεραν στις φυλακές Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη, εκεί όπου συγκέντρωναν όσους προορίζονταν για όμηροι.
Ύστερα από μαρτυρικό ταξίδι 15 ημερών οι όμηροι έφτασαν στην Αυστρία σε στρατόπεδο Άγγλων αιχμαλώτων, όπου τους περίμεναν για κούρεμα, κλίβανο και ρούχα αιχμαλώτων.
«Μας έστελναν για αναγκαστικές στρατιωτικές εργασίες. Σκάβαμε ορύγματα για το στρατό. Κοιμόμασταν λίγο και το φαγητό ήταν πολύ λίγο και κοιμόμασταν σε αχυρώνες. Τις πρώτες τρεις ημέρες δουλειά μας ήταν να τυλίξουμε τέσσερα πτώματα σε ειδικό χαρτί και να τα φορτώσουμε σε αυτοκίνητο. Ίσως ο προορισμός τους να ήταν οι φούρνοι», είχε χαρακτηριστικά ο κ. Σαμούρης, φέρνοντας πάλι στο μυαλό του την κατοχή.
Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν μέχρι το τέλος του πολέμου και μετά από κει τους ομήρους τους πήγαν στο στρατόπεδο Λάτσεντορφ, όπου επίσης υπήρχε πείνα και εξαντλητικά έργα.
«Είχα καταντήσει 30 κιλά, ενώ σχεδόν καθημερινά υπήρχαν νεκροί από τα βασανιστήρια και τη σκληρή δουλειά», ανέφερε ο κ. Σαμούρης.
Η απόδραση
Ενα βράδυ τον Απρίλιο του 1945 περασμένα μεσάνυχτα οι Γερμανοί τους ξύπνησαν και αφού τους έβαλαν σε φάλαγγα τους οδήγησαν έξω από το στρατόπεδο του Λάτσεντορφ, πεζοπορώντας προς άγνωστη κατεύθυνση, γιατί οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στο στρατόπεδο.
Κατά τη διαδρομή οι Γερμανοί στρατιώτες εκτελούσαν επί τόπου τους βραδυπορούντες ή αυτούς που από τις κακουχίες δεν μπορούσαν να περπατήσουν.
Βλέποντας τι γίνεται τρεις Έλληνες, μεταξύ αυτών και ο κ. Σαμούρης, αποφάσισαν να δραπετεύσουν. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι άρχισαν να τρέχουν για να ξεφύγουν. Έγιναν όμως αντιληπτοί από τους Γερμανούς φρουρούς, οι οποίοι άνοιξαν πυρ εναντίον των ομήρων.
Το αποτέλεσμα ήταν ο κ. Σαμούρης να τραυματιστεί στην παλάμη του αριστερού του χεριού. Δεν τον σταμάτησε όμως αυτό. Μαζί με τους υπόλοιπους συνέχισαν να τρέχουν και έφτασαν σ’ ένα δάσος, όπου και κρύφτηκαν δύο ολόκληρες ημέρες.
Οι δύο άλλοι όμηροι περιποιήθηκαν το τραύμα του  κ. Σαμούρη, ενώ για καλή τους τύχη τους βρήκαν οι Ρώσοι και τους μετέφεραν σ’ ένα γειτονικό σχολείο που λειτουργούσε σαν Νοσοκομείο. Εκεί χειρουργήθηκε το χέρι του κ. Σαμούρη και κατάφεραν οι γιατροί να σώσουν μόνο τον αντίχειρα, καθώς είχε επέλθει γάγγραινα. Μετά από παραμονή 20 ημερών μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Βιέννης κι έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα με τον επαναπατρισμό των αιχμαλώτων πολέμου.
Το παιχνίδι της μοίρας
Δεν το φαντάζονταν ούτε ο κ. Σαμούρης ούτε η τότε 15 ετών Αντωνία Σοφιγιένκο ότι θα έβρισκαν τον έρωτα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η Αντωνία έμενε στην Ουκρανία μαζί με τη μητέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της, γιατί τον πατέρα της τον σκότωσαν οι Γερμανοί.
Μαζί με την αδερφή της Ίνα, πέρασαν από επιτροπή και τις έκριναν κατάλληλες προς εργασία. Καθ’ οδών για τη Γερμανία το τρένο, το μοναδικό μεταφορικό μέσο για 5.000 άτομα σταμάτησε αρχικά στο Μπούχενβαλντ όπου λόγω κοσμοπλημμύρας κανείς δεν αποβιβάστηκε.
Επόμενη στάση ήταν το Λάτσεντορφ.
Το στρατόπεδο ήταν χωρισμένο στη μέση. Από τη μια η πτέρυγα των ανδρών από την άλλη των γυναικών. Γύρω -γύρω είχε ηλεκτροφόρα σύρματα για την αποφυγή της απόδρασης. Το σημείο συνάντησης ήταν η κουζίνα.
Στο συσσίτιο διασταυρώθηκαν οι ματιές τους, ενώ ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος για την Αντωνία.
Μετά όμως τον τραυματισμό, στο Νοσοκομείο που μεταφέρθηκε ο κ. Σαμούρης τον περιέθαλψε μία νοσοκόμα, η Αντωνία.
Μετά από λίγο παντρεύτηκαν σε καθολική εκκλησία της Καινούργιας Βιέννης.
Το ζευγάρι ταξίδεψε στη Βουδαπέστη όπου εφοδιάστηκαν με χαρτιά του Ερυθρού Σταυρού για να διευκολυνθούν στην επιστροφή τους προς την Ελλάδα.
Μετά η λήξη του πολέμου το ζευγάρι ήρθε στην Ελλάδα και στο Βόλο, όπου δημιούργησαν μια οικογένεια, που βρίσκεται πάντα στο πλάι τους. 
Από: www.taxydromos.gr