Της Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Δεν σε αναγνωρίζω ρε φίλε. Δεν σε αναγνωρίζω ρε άνθρωπε Ελληνα του διαβόητου 21ου αιώνα. Ούτε συμπολίτη θέλω να σε πω, ποτέ σύντροφος άλλωστε δεν ήσουν, εκείνο δε το συνάνθρωπε, εκείνο το ρε πατριώτη, κάπου κάπου σου κόλλαγε και δεν μετάνιωνα την καλημέρα που αντάλλασσα μαζί σου.
Ήσουνα περήφανος για την προσφυγική καταγωγή σου. Κι ο διπλανός μας ακόμη περισσότερο, εκείνος πουανδρώθηκε στις γερμανικές αλυσίδες παραγωγήςαλλά έμεινε λεύτερος, έλεγε, στο πνεύμα.
Αμ εκείνη την άλλη τη φιλενάδα μας, τηνκοσμοπολίτισσα, που της άρεσε η έθνικ μουσική κι έκλαιγε με τα παιδάκια στα φανάρια και για τη δυστυχισμένη καντηλανάφτισσα, τη Ρουμάνα χήρα που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, όχι μόνο δεν την αναγνωρίζω, αλλά δεν θέλω να την ξέρω.
Σας κοιτάω και βλέπω φάτσες τραβηγμένες απ΄ το μίσος. Μια φανατίλα, καλά κρυμμένη πίσω απ΄ το μικροαστισμό σας, έχει ποτίσει ακόμα και τις ρυτίδες των βλεφάρων σας. Το μάτι σας γέμισε απ΄ εκείνους τους κόκκους σκιάς που σπάνε το φως της καλοσύνης, και το δείχνουν όπως είναι, μάτι θεριού πεινασμένου και ματαιόδοξου, μάτι απαίδευτο στο κάλλος.
Μόλις δείτε ή ακούσετε πως κάποιος άθλιος ψωροκασίδης, ντυμένος στα μαύρα Ελληναράς, χτύπησε, έσφαξε, έλιωσε έναν όποιον αλλοεθνή, αλλόθρησκο, αλλόδοξο, αλλόχρωμο, μετανάστη, που όμως να μην είναι ματσωμένος τουρίστας που αφήνει γερό πουρμπουάρ, λάμπετε.
Γυαλίζει εκείνο το φοβισμένο σκατόψυχο, που έλεγε κι η γιαγιά μου, εγώ σας. Θεριεύει σα μουσολίνικο λοφίο φτιαγμένο από χιτλερικό μουστάκι και στολίζει το καθαρό σας κούτελο σαν κέρατο βερνικωμένο.
Θυμώνετε με κάθε ψίθυρο ότι το θύμα ήταν άνθρωπος και δη απόκληρος και δυστυχισμένος, ξωπεταμένος από θεούς κι ανθρώπους, κι είχε κι αυτός κάπου μια μάνα ή ένα παιδί που τον κλαίνε. Στ΄ αρχ… σας, μολογάτε. Να μην ερχότανε. Να μην περιέφερε το σκούρο δέρμα του, ο λιγδιάρης, ο διαφορετικός, ο οπωσδήποτε γι’ αυτό το λόγο κλέφτης, φονιάς, απατεώνας.
Σας ξεσκάτισε τη μάνα. Σας μάζεψε τον κήπο. Εφτυνε το γυαλισμένο αυτοκίνητο να μην σας το ματιάσουνε έτσι που το είχε γλείψει κι άστραφτε το χρήμα σας. Κράτησε τα χωράφια και την επιδότησή σας ζωντανά. Χρόνια τώρα, πάνω από δυο δεκαετίες. Εκανε πόρτα στο μαγαζί. Επλυνε γονατιστός και σκάλες και βρωμιές. Σας έβαψε το σπίτι.
Κάθε μπουκιά λαδιού και κάθε κόκκος φράουλας έχει μια σταγόνα απ΄ τον ιδρώτα του. Τον ιδρώτα του μετανάστη. Το ακαθάριστο εθνικό σας προϊόν έχει ένα μεγάλο ποσοστό τοις εκατό απ΄ το αίμα του. Εσείς οι Νεοέλληνες, οι φωναχτεροί. Οχι όλοι. Οι μπουρδελοκάφτες, τα πρωταθλητάκια του πισώπλατου μαχαιρώματος, οι κουραδόμαγκες του μόχθου του άλλου, τα φασισταριά της διπλανής πόρτας, εσείς δεν ήσασταν που γινόσασταν έξαλλοι όταν σας έλεγαν τον πατέρα τουρκόσπορο και τη μάνα παστρικιά;
Έχει και αλήτες και φονιάδες ανάμεσό τους, λέτε. Σίγουρα έχει. Όπως έχει κι ανάμεσό μας. Παιδεραστές, λαμόγια, βιαστές, φονιάδες. Ράτσα καθαρή από έγκλημα πού θα την βρείτε ωρέ ρατσιστές, φυλή ανώτερη της τάξης των τιμολογημένων ηλιθίων από επιλογή;
Εσείς που δεν μπορείτε να καταλάβετε μήτε γράμμα απ΄ την προτροπή του ποιητή: «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις…νά τη πετιέται από ‘ξαρχής. Αντριεύει και θεριεύει. Και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου…».
Καβαλάτε μια μηχανή, με μαύρο μπλουζί φτιαγμένο από παιδιά δούλους στο Μπαγκλαντές, ένα λοστάρι, μια κάμα μαχαιριού δουλεμένη από μετανάστες πάλι, κάπου στην κεντρική Ευρώπη των δανειστών και κυνηγάτε ως δράκους κάτι αφύλαχτα αδύναμα ανθρωπάκια του θεού χωρίς στον ήλιο μοίρα.
Κι ύστερα πάτε στη μάνα ή την γκόμενα να σας πλύνει τη ρατσιστική αδρεναλίνη απ΄ τα σώβρακα που βρέχονται γιατί δεν βρήκατε αντίσταση κι ήταν εύκολο το φονικό… Σιγά ρεπατριδοκάπηλοι και πατριδοκλέφτες.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, λέει ο εθνικός Σολωμός, που δεν ήξερε και καλά τα ελληνικά, είναι η ελευθερία. Οχι από τα σπαρμένα πτώματα Ιρακινών, Πακιστανών, Πολωνών, Αλβανών, των εξαθλιωμένων θυμάτων των καπιταλιστών χορηγών σας… Μάσκες Ελλήνων γεμίσαμε κι η χώρα αιματηρός καρνάβαλος κατάντησε.
Τοις ποίων ρήμασι πειθόμενοι μωρέ;
* Ω! ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.
Αντανάκλαση : Ριζοσπάστης