Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Τα σκαραμάγκια κι οι εξαθλιωμένοι του Σκαραμαγκά…

Της Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Τα σκαραμάγκια (και σκαραμάγγια ως γραφή) ήταν πολυτελή βυζαντινά ενδύματα από πανάκριβα υφάσματα εξ ανατολών με σύρμα στην ύφανση και τα έφεραν βεβαίως οι πάμπλουτοι αξιωματούχοι.
Οι φέροντές τα ή και οι τεχνίτες που τα έραβαν έφεραν με τον καιρό και το επίθετο Σκαραμαγκάς. Η πρώτη ένδειξη οικογένειας προυχόντων Σκαραμαγκάδων πάει πίσω στο 12ο αιώνα.
Τα σκαραμάγκια κι οι εξαθλιωμένοι του Σκαραμαγκά…
Ύστερα η φαμίλια που καταγράφεται ως χιώτικο κεφάλαιο με άπειρες εφοπλιστικές και εμπορικές οικογενειακές διακλαδώσεις, απ’ το Ροστόφ και την Αζοφική ως τη Μασσαλία και το Λονδίνο, είναι προφανές ότι έδωσε στη λωρίδα γης που εμφανίζεται να ενώνεται με το Χαϊδάρι μόλις στο ΦΕΚ του 1935, το ναυπηγικό της τοπωνύμιο.

Η λωρίδα γης που σήμερα είναι συνώνυμη της αποβιομηχάνισης της χώρας, της μάστιγας της ανεργίας, της εξάρθρωσης κάθε εργασιακού δικαιώματος στην πράξη, της ανταγωνιστικής αθλιότητας του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου με γκρουπιέρη το ταξικό, ανήκον σε καμιά τρακοσαριά φαμίλιες, κράτος, φέρει και την… ιστορική σφραγίδα που αιτιολογεί πως απαιτείται βυζαντινού επιπέδου μηχανορραφία για να κρίνονται οι επί έξι μήνες απλήρωτοι εργαζόμενοι των ναυπηγείων ως μάγκες και τραμπούκοι, από τους και σήμερα φέροντες σαραμάγκια ενδύματα της εποχής.
Όχι, σύντροφοι, δε μ’ έπιασε καμιά ιστοριολαγνεία. Αλλά είναι που οι πιο απλές λέξεις, όπως δουλειά, δικαίωμα, διεκδίκηση, απελπισία, εκμετάλλευση, μόχθος, αιδώς, ολόκληρο το ελληνικό λεξικό έχει χάσει το νόημά του.
Μια Βαϊμάρη σέρνεται μαζί με μιαν Αργεντινή σε κάτι πρόχειρους ψευδοακαδημαϊκούς λαϊκισμούς στο δημόσιο λόγο, για να φοβούνται τη σκιά τους της Γης οι κολασμένοι.
Να το βουλώνουν και να διαπραγματεύονται το πέρασμα στον ταξικό Άδη με τους κέρβερουςτων αφεντικών και ζητιανεύοντας λάδι για τις ανοιχτές πληγές της εργατικής τάξης.
Έτσι την έψαξα τη λέξη και τη βρήκα να ανήκει σε έχοντες και κατέχοντες εδώ και αιώνες. Το σόι των Σκαραμαγκάδων έχασε μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση τα τεράστια πλούτη του, στην Ανατολή τουλάχιστον.
Μόνον ένας Σκαραμαγκάς «κοκκίνισε» κι ο Λένιν το 1922 του ανέθεσε την εποπτεία της εμπορίας σιτηρών, της οποίας ήταν γνώστης
Παίζει κάτι παιχνίδια η γλώσσα μας με την ιστορία. Λες και είναι ένα… αόρατο στικάκι – λόγω των ημερών και των λιστών – που έχει καταγράψει την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη στα κατάστιχα των αιώνων.
Ανάμεσα στους φερώνυμους Σκαραμαγκάδες υπήρξαν και ενισχυτές (αλλά και… επενδυτές) του αγώνα αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού.
Εξαιρέσεις στους επήλυδες που διαφέντεψαν νησιά και θάλασσες, με την Πύλη απλώς να εποπτεύει τη συγκέντρωση του γιγάντιου κεφαλαίου τους από και με τη δουλειά των δούλων.
Τίνος είναι λοιπόν ο… Σκαραμαγκάς του σήμερα;
Πόσο κάνει και ποιος τον έθαψε και τον θάβει χρόνια τώρα ωσάν τσιφλικάς, που πετάει μαζί με την υποτιθέμενη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη χιλιάδες ζωές και τη λαϊκή περιουσία της εξειδικευμένης εργασίας και τεχνογνωσίας, το μεράκι και τη δύναμη εργατών που πρέπει να επιζήσουν με πενήντα μεροκάματα ως και κανένα, το χρόνο;
Αυτά δεν άνοιξαν μαζί με την πύλη του στρατοπέδου του Πενταγώνου ή την αυτόφωρη διαδικασία της απέραντης υποκρισίας των καθωσπρεπιστών.
Είναι χαίνουσες κακοφορμισμένες πληγές στο σώμα της εργατικής τάξης της χώρας και δε γιαίνουν με κραυγές και ψιθύρους τηλεταινιών μιας χρήσης…
Τα ναυπηγεία μας, αυτόν τον τομέα της οικονομίας που θα μπορούσε να είναι εμπροσθοφυλακή λαϊκής ευημερίας στα πλαίσια λαϊκής οικονομίας, τα σφράγισε, ως εργασιακό τάφο, η πολιτική επιλογή της πάση θυσία παραμονής μας στην ΕΕ κ.λπ. κ.λπ. που λέει και το αστικό παραμύθι, όταν βαριέται να πουλάει δημοκρατία και εφαρμόζει το νόμο της σφαγής δικαιωμάτων και την τάξη της σιωπής των απελπισμένων απλήρωτων και άνεργων εργατών.
Στο όνομα των αταλάντευτων αγώνων της εργατικής τάξης, ας μου επιτρέψετε, σύντροφοι, το σημερινό πατριδογνωμόνιό μου να το αφιερώσω στη μνήμη του μπαρμπα – Ανέστη Αναστασιάδη.
Πρόσφυγα απ’ το Αϊβαλί, κομμουνιστή καταδικασμένουπου επέζησε χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας, που σώθηκε απ’ την πείνα ψαρεύοντας στην Ελευσίνα και μ’ έμαθε να ψαρεύω στη θάλασσα με πετονιά και στο νου των ανθρώπων με την καρδιά, ώστε να ξέρω πια και τα σκαραμάγκια και τον – των εξαθλιωμένων πραγματική ιδιοκτησία –ολοζώντανο σημερινό Σκαραμαγκά.
Αντανάκλαση: Ριζοσπάστης