Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Βασίλης Παπακωνσταντίνου: «Ήρθε η ώρα να σηκωθούμε από τους καναπέδες»


«Είμαι ενεργός πολίτης και δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν γύρω μου. Έχω απόλυτη συνείδηση, θέση και άποψη. Επειδή έχω την τύχη να καταπιάνομαι με το τραγούδι και να γράφω τραγούδια, στην ουσία εξωτερικεύω τις ανησυχίες μου μέσα από αυτά». Με αυτό τον τρόπο συνδέει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου την πολιτική επικαιρότητα με τον κύκλο των νέων του τραγουδιών, τη μουσική των οποίων έγραψε ο ίδιος πάνω σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου. «Το παιχνίδι παίζεται», μας λέει από τον τίτλο της νέας του δουλειάς κι εμείς αναρωτιόμαστε «Για πόσο ακόμα;»
Eδώ και 36 χρόνια ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ακονίζει τις ευαισθησίες μας. Με μια ζωντάνια μοναδική δηλώνει «παρών» μέσα από τα τραγούδια του, τα οποία έχουν συχνά πολιτικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αλλά και οι τρυφερές ερωτικές μπαλάντες του απογειώνουν τα συναισθήματά μας. Μια αμετανόητα ροκ περσόνα του τραγουδιού που έχει καταφέρει να διαπεράσει το χρόνο.
«Το κοινωνικό τραγούδι δεν λύνει προβλήματα», συνεχίζει ο καλός ερμηνευτής. «Δίνει όμως κουράγιο σε αυτούς που αγωνίζονται. Τους δηλώνει παρουσία και συμπαράσταση. Η τέχνη, ωστόσο, διαμορφώνει καλλιεργημένους και πολιτισμένους πολίτες. Και ένας πολιτισμένος πολίτης θα είναι υποψιασμένος κι ευαίσθητος και δεν θα συμμετέχει σε κανένα παιχνίδι. Γιατί συχνά τα παιχνίδια γίνονται επικίνδυνα…»

Ένας απλός πολίτης τι μπορεί να κάνει στην εποχή μας και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα;

Να σταματήσει να κοιμάται και να χαζεύει στους καναπέδες. Να ξεσηκωθεί… Να πάρει όσο μπορεί την κατάσταση στα χέρια του. Να μην παραιτείται και να μην μένει αμέτοχος. Το τραγούδι «Το παιχνίδι παίζεται» καλεί το κοινό να πάρει θέση. Δίνει τη σπίθα, την ελπίδα και την αισιοδοξία με ένα σημερινό τρόπο. Οφείλουμε να είμαστε υποψιασμένοι και ενεργοί πολίτες…

Πού πιστεύεις ότι οφείλεται η οικονομική κρίση που βιώνουμε σήμερα;

Στη σημερινή εποχή ο μοναδικός θεός είναι το χρήμα. Δεν υπάρχει πλέον ίχνος συνείδησης. Το χρήμα λατρεύεται από τους πάντες. Κι από αυτούς που το έχουν κι από αυτούς που δεν το έχουν. Όλα όμως γίνονται βάσει σχεδίου. Κι εδώ υπενθυμίζω αυτό που είπα προηγουμένως, το ότι πρέπει να είμαστε υποψιασμένοι. Η οικονομική κρίση είναι δημιούργημα κάποιων που δεν τους φτάνουν τα λεφτά που βγάζουν στην πλάτη κάποιων άλλων. Οι εκατό πλούσιες εταιρείες που κυβερνούν τον πλανήτη μάς ήθελαν ακόμα περισσότερο καταναλωτικούς, ώστε να μπορούμε να απορροφήσουμε τα προϊόντα που μας πασάρουν με χίλιους δύο τρόπους. Να μην σταματάμε στο ένα αυτοκίνητο, αλλά να αγοράζουμε και δεύτερο και τρίτο. Αν μείνεις στο ένα αυτοκίνητο, η εταιρεία έχει πρόβλημα, γιατί έχει κατασκευάσει περισσότερα. Παράλληλα, υπάρχουν εταιρείες που διαμορφώνουν τις συνθήκες απορρόφησης των προϊόντων τους, και μάλιστα από αντίθετες πλευρές, και εξυπηρετώντας εκ διαμέτρου αντίθετες ανάγκες. Οι ίδιοι που στέλνουν τις βόμβες στο Ιράκ ή στη Γιουγκοσλαβία πρωτοστατούν στη συνέχεια στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Είναι οι γνωστοί προστάτες, που δρουν μόνο για το συμφέρον τους.

Ο καλλιτέχνης έχει ένα ακόμα όπλο εκτός από την τέχνη του, το χιούμορ. Στο πρόγραμμα που παρουσιάζετε με τους Γιάννη Ζουγανέλη, Σάκη Μπουλά, Λάκη Παπαδόπουλο και Ραλλία, στη Θεσσαλονίκη, χρησιμοποιείτε ως μέσον και τη σάτιρα. Σήμερα ο Έλληνας εξακολουθεί να έχει χιούμορ;

Αυτή η ομάδα δημιουργήθηκε το 1980 από το θρυλικό «Αχ Μαρία» στα Εξάρχεια. Και πριν από 15 χρόνια είχαμε ξαναβρεθεί στη «Σφεντόνα». Μια και είμαστε όλοι… νούμερα, είπαμε να ξαναβρεθούμε. Το κοινό έχει απόλυτη ανάγκη από το γέλιο σήμερα. Το γέλιο με την αριστοφανική έννοια. Έχει ανάγκη να πει «Κοίτα τι έπαθα πάλι». Να δει τα παθήματά του μέσα από αισιόδοξη ματιά. Το χιούμορ είναι το μόνο που μας έχει απομείνει. Το έχουμε, μάλιστα, σε απόλυτη επάρκεια. Αν μπορούσε να γίνει εξαγωγή του χιούμορ μας, η Ελλάδα θα ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Το κύριο εξαγώγιμο προϊόν μας σήμερα θα μπορούσε να είναι το χιούμορ. Το προτείνω ανεπιφύλακτα!

Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι ο πολιτισμός είναι το κύριο προϊόν που μπορούμε να εξαγάγουμε. Πιστεύεις ότι αυτό δεν ισχύει πλέον;

Ο πολιτισμός μας έχει πάψει να αποτελεί το κύριο εξαγώγιμο προϊόν μας. Πλέον δεν δίνει τη σφραγίδα μας, γιατί ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Αν πάρουμε για παράδειγμα το Φεστιβάλ της Γιουροβίζιον, θα δούμε ότι μαζεύονται εκεί διάφοροι… Μανωλιοί που απλώς φορούν τα ρούχα τους αλλιώς. Όλοι οι συμμετέχοντες τραγουδούν τις ίδιες μελωδίες σε αγγλοσαξονική γλώσσα ως επί το πλείστον, σε ένα στημένο πανηγύρι που είναι χωματερή τραγουδιού. Είναι το διεθνές lifestyle που έχει κάτσει σαν καπέλο πάνω από όλες τις κουλτούρες. Προσωπικά χωρίζω τα τραγούδια στα αυθεντικά και στα επιτηδευμένα. Τα δεύτερα είναι αυτά που πάνε σε φεστιβάλ όπως της Γιουροβίζιον. Είναι τραγούδια… friskies, κάτι σαν ζωοτροφή, δηλαδή.

Στη χώρα μας το αυθεντικό τραγούδι από το επιτηδευμένο σε τι κατάσταση βρίσκεται;

Το καλό, αυθεντικό τραγούδι υπάρχει και το επικοινωνούν οι τραγουδιστές στις μουσικές σκηνές. Παρά την οικονομική κρίση, υπάρχουν χώροι που είναι κατάμεστοι, ενώ τα… φαστφουντάδικα του τραγουδιού, τα σκυλάδικα, το ένα μετά το άλλο κλείνουν.

Από την άλλη υπάρχει και η μεγάλη δισκογραφική κρίση. Οι πωλήσεις πέφτουν συνεχώς. Πλέον ο δίσκος γίνεται χρυσός στα 6.000 αντίτυπα. Ποιο είναι το μέλλον της μουσικής με αυτή την πραγματικότητα;

Τα τραγούδια ακούγονται από τον ίδιο αριθμό ανθρώπων, όπως και παλιότερα. Μπορεί σήμερα ο πλατινένιος δίσκος να δίδεται στα 12.000 αντίτυπα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια δινόταν στις 100.000 πωλήσεις, όμως το κοινό έχει βρει άλλους τρόπους να ακούει μουσική. Μέσα από το internet σήμερα κυκλοφορεί και ακούγεται πολύ η μουσική. Ή ακόμα και μέσα από τους μαύρους τους φουκαράδες, που πουλάνε cd στο δρόμο και τους εκμεταλλεύονται κι αυτούς. Σήμερα το κοινό δεν ακούει λιγότερα τραγούδια. Δεν τα προμηθεύεται πλέον όμως από τα δισκοπωλεία. Γι’ αυτό αν είσαι δημιουργός στην εποχή μας έχεις πρόβλημα, δεν μπορείς να ζήσεις από τα πνευματικά σου δικαιώματα. Εγώ που γράφω τραγούδια και ο Οδυσσέας Ιωάννου τους στίχους έχουμε κι άλλες δουλειές. Ο Οδυσσέας δουλεύει στο ραδιόφωνο κι εγώ κάνω εμφανίσεις σε μαγαζιά. Αλλιώς μόνο με την πνευματική ιδιοκτησία δεν μπορείς να ζήσεις.

Ωστόσο τα τελευταία χρόνια είσαι πιο παραγωγικός σε επίπεδο δημιουργίας. Μετά τον περσινό δίσκο, στον οποίο είχες υπογράψει όλα τα τραγούδια σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, φέτος κάνεις το ίδιο με τον καινούριο δίσκο, σε στίχους αυτή τη φορά του Οδυσσέα Ιωάννου. Σε ενδιαφέρει περισσότερο η δημιουργία σήμερα πέρα από το τραγούδι;

Έχω όρεξη, είναι η αλήθεια, να γράφω τραγούδια. Δεν ξέρω αν θα κρατήσει αυτή η δημιουργική φόρα που έχω πάρει. Μου αρέσει πάντως και θα ήθελα να το συνεχίσω. Παίζει ρόλο, βέβαια, και με ποιον συνεργάζεσαι. Μου αρέσει πολύ η ποίηση του Οδυσσέα Ιωάννου. Έχει έναν εντελώς δικό του τρόπο. Χρησιμοποιεί τα λόγια και τη γλώσσα του δρόμου και τα μετασχηματίζει σε ποίηση. Γράφει πολύ ωραία ερωτικά τραγούδια, που δεν έχουν καμία σχέση με την καψούρα και τον νταλκά. Μιλά για τις σχέσεις με έναν πολύ ανθρώπινο και άμεσο τρόπο, χωρίς να γίνεται απλοϊκός.

Πάντα είχες μια… έφεση στις διασκευές. Στο νέο δίσκο υπάρχουν και κάποιες διασκευές, όπως σε ένα τραγούδι του Αζναβούρ. Πώς προέκυψε;

Είναι το τραγούδι «Μαμά», το οποίο μου αρέσει πολύ. Η αρχική επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού έγινε γιατί μου άρεσε η μουσική, έτσι όπως άκουγα τη μελωδία από τον Αζναβούρ. Ο στίχος ήρθε στη συνέχεια και πραγματικά μίλησε στην ψυχή μου. Έχασα τη μητέρα μου πέρσι και όταν τραγούδησα για πρώτη φορά το στίχο συμπληρωνόταν περίπου ένας χρόνος. Από τα πιο πολύτιμα που έχει ο άνθρωπος είναι η σχέση γονιού με παιδί. Στο δίσκο φαίνεται αυτό όχι μόνο από το τραγούδι «Μαμά», αλλά και από μία ακόμα διασκευή σ’ ένα τραγούδι του Αντριάνο Τζελεντάνο με τίτλο «Το πάρτι αρχίζει», όπου συμμετέχει η κόρη μου Νικολέττα, που τραγουδάει μαζί με τους φίλους της επειδή βέβαια ταιριάζει στο ύφος του τραγουδιού.

Τραγουδάτε επίσης μαζί με τον Δημήτρη Μητροπάνο το τραγούδι «Σαν ναυαγός». Τελικά η απόσταση ανάμεσα στο λαϊκό και το ροκ τραγούδι δεν είναι και τόσο μεγάλη;

Για μένα δεν είχαν ποτέ σημασία οι ταμπέλες. Τι θα πει λαϊκό και ροκ; Όλα σήμερα είναι υπό αίρεση. Σημασία έχει η αυθεντικότητα και η γνησιότητα του αισθήματος. Και από αυτά έχουμε και οι δύο. Με τον Δημήτρη Μητροπάνο είμαστε φίλοι από παιδιά. Συναντηθήκαμε και στο στρατό. Όμως δεν τραγουδάει στο cd λόγω της φιλίας μας, γιατί είναι πολύ αυστηρός στις επιλογές του. Είναι ο μοναδικός λαϊκός τραγουδιστής που μας έχει απομείνει. Είναι αληθινός.

Αν και έχεις καταφέρει να μιλήσεις και στις νεότερες γενιές και στις συναυλίες σου υπάρχουν από έφηβοι μέχρι πενηντάρηδες κι εξηντάρηδες, ωστόσο ποια είναι η δική σου σχέση με το πέρασμα του χρόνου;

Σε κανέναν δεν πιστεύω ότι αρέσει να μεγαλώνει, να γερνάει και να πεθαίνει. Αυτή είναι όμως η φυσική εξέλιξη. Όσο κι αν λέω στο τραγούδι «δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», δεν γίνεται διαφορετικά.

Και η στιγμή της αποχώρησης από το τραγούδι;

Την έχω σκεφτεί κι αυτή. Πιστεύω πως είμαι προετοιμασμένος. Άλλωστε, έχω νιώσει με το παραπάνω την αγάπη του κόσμου και θα την κουβαλάω έως την τελευταία μου στιγμή. Όταν έρθει εκείνη η ώρα, που πιστεύω να αργήσει ακόμα, θα γράφω τραγούδια για άλλους ερμηνευτές.