Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

«Καράβια βγήκαν στη στεριά… »

Της Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ 
Καράβια βγήκαν στη στεριά/ και πιάσανε τα όρη/ Ποιος είδε βάρκα στο Χελμό/ στο Μέτσοβο βαπόρι./ Καράβια βγήκαν στη στεριά/ και χάθηκαν στο χιόνι/ κι αυτός που τα ονειρεύτηκε/ τα περιμένει ακόμη. / Ποιος είδε φάρο στον Ψηλορείτη/ στην Ελασσόνα λευκό πανί/ κι ένα καράβι από την Κρήτη/ να πιάνει Ξάνθη – Κομοτηνή./ Ποιος είδε νύχτα με δυο φεγγάρια/ ποιος είδε ήλιο σαν αχινό/ κι ερωτευμένα πουλιά και ψάρια / να κολυμπάνε στον ουρανό… 
(Μιχ. Γκανάς).
Το παλεύω με τη θάλασσα όλη μου τη ζωή σύντροφοι. Οπότε δεν παραξενεύεστε που με τη φύση της και τους στίχους που γέννησε στο πέρασμα των αιώνων, επέλεξα να αποκρυπτογραφώ τον κόσμο και να ζω σ’ αυτόν
Γιατί η θάλασσα είναι ο ελληνικός ορίζοντας, η προσδιοριστική της φύσης μας ουσία. Η πεμπτουσία της αλμύρας στα δάκρυα χαράς ή λύπης, στον ιδρώτα του κόπου, η νοστιμιά της ανάγκης για τροφή. Η θάλασσα είμαστε εμείς κι η γλώσσα μας κι η πατρίδα και η ελευθερία μας, το παρελθόν, παρόν και μέλλον μας. Η θάλασσα ξεκουράζει τα ψηλά βουνά μας καθώς οι κορφές απλώνουν το βλέμμα τους πάνω της.
Φτιάχνει αμμούδες για να παίζουν τα παιδιά και για να ξεπλένονται αμαρτίες των μεγάλων. Διδάσκει. Η θάλασσα διδάσκει. Πλεύση και χάραξη πορείας. Διάβασμα τ’ ουρανού και του καιρού. Σε μαθαίνει να φτιάχνεις καράβια, να τα κουμαντάρεις, να παλεύεις με τα κύματα και να απολαμβάνεις τη γαλήνη. Η θάλασσα μουγκρίζει και ψιθυρίζει, τραγουδάει και πενθεί και παιανίζει. Γίνεται γυαλί που ανατριχιάζει και ρυτίδα που υπενθυμίζει. Πως ο άνθρωπος είναι και μικρός και μέγας. Η θάλασσα είναι κλειδάριθμος για όλα τα μυστικά και φανερά θαύματα και τραύματα. Χαρτογραφεί τον κόσμο.
Πρώτη Κυριακή μετά τις εκλογές. Τις κρίσιμες, τις θανατηφόρες, τις… Τόσα επίθετα για εκλογές δεν έχουμε ακούσει από τη μεταπολίτευση. Οταν κρινόταν το στιγμιαίο ή διαρκές έγκλημα της χούντας που όχι μόνο δεν παραγράφηκε, αλλά και συγχωρήθηκε κι επαναλήφθηκε από τότε… Κι ήταν πάντα κρυμμένο καλά πίσω από τα ταξικά φτιασίδια μιας κοινωνίας που ξέχασε ν’ αντιστέκεται, συνήθισε να βολεύεται, άθροισε τα εγώ σε τεχνητά εμείς και παρείχε αφειδώς κοινοβουλευτικά άλλοθι στην κυρίαρχη τάξη.
Πρώτη Κυριακή και σίγουρα θα πουν δυστυχώς πολλοί, πως δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για ομορφόλογα, για ποιήματα και άσματα. Μήνυμα και μούντζα αρκούν ως εργαλεία για να ερμηνεύσεις τα πάντα. Ποιος έχει χρόνο στην αρένα της επιβίωσης να ασχοληθεί με ραψωδίες και ποιητικά μακρινάρια όταν χάρη στην «πρόοδο» του ανθρώπου μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα επαναλαμβανόμενης διαφήμισης μπορείς να βγάλεις καράβια στη στεριά.
Και να χαχανίζουν σα μωρά παιδιά από την τεχνητή χαρά οι πνιγμένοι μούτσοι και λοστρόμοι. Τους είπαν πως θα γίνουνε καπεταναίοι. Στο σαπιοκάραβο που βαφτίστηκε πειρατικό για να βυθίσει τον ταξικό στόλο. Και τρέξαν όλοι στην αριστερή κουπαστή και μπάταρε το πλοίο. Μπάζει νερά. Κοιτάνε και το κατάρτι που κόντυνε μα η κόκκινη παντιέρα ανεμίζει ακόμη και δείχνει και τον άνεμο και την απειλή του και την έντασή του.
Στον αφρό η δεξιά κουπαστή. Μιλιούνια οι ψηφοφόροι ναυτικοί που ζουν με την ελπίδα πως θα πνιγούνε τελευταίοι. Τέλος θα λάβει η αντάρα κι η καταστροφή αφού ανέτειλε επιτέλους μια κατάμαυρη αυγή να κάνει το σκότος έρεβος κι ο Λόγος να γίνει έλλογος δόλος των θυτών.
Πρώτη Κυριακή και τον ποιητή σε τούτη την αρχή της σημερινής στήλης τον αφιερώνω σ’ όσους πήραν το παγούρι της ψήφου τους, το γέμισαν με ρούμι της νίκης και πήγαν στην κουπαστή που έδειχνε καλύτερο νησί να ξαποστάσουν.
Τα ποιήματα δεν είναι ψευδαισθήσεις. Είναι όνειρα εκτός εκάστοτε τρέχοντος εμπορίου… Αλλωστε άλλη η αριστερά από την πρύμνη και άλλη από την πλώρη. Εμείς εδώ ξέρουμε από θάλασσα. Θα κολυμπήσουμε. Πιασμένοι από το κατάρτι. Θα ναυπηγήσουμε μεγαλύτερη βάρκα.
Λέμβος σωσίβιος για λαϊκά ναυάγια. Προτιμότερη από πλοία φαντάσματα. Χέρια κουπιά. Προσοχή! Δεξιά τορπίλη. Ενας να μείνει ορθός και θά ‘χουμε κατάρτι.
Αντανάκλαση: Ριζοσπάστης