Τι είναι και τι θέλει η λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης στις ημέρες μας; Το τριήμερο φεστιβάλ «Η εισφορά της Θεσσαλονίκης στη νεοελληνική λογοτεχνία: από το 1912 μέχρι σήμερα», που ολοκληρώθηκε πριν λίγες ημέρες στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς Μελίνα Μερκούρη, στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων «Παρά θιν’ αλός», ήταν μια ευκαιρία να δούμε πώς έχουν πορευτεί οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης από το 1974 μέχρι την εποχή μας, παρακολουθώντας τα βασικά θεματικά και μορφολογικά γνωρίσματα της δουλειάς τους.
Διαβαίνοντας το κατώφλι του 1974, ο μοντερνισμός τον οποίο προώθησαν στη Θεσσαλονίκη οι πεζογράφοι της γενιάς του 1930 θα αρχίσει προοδευτικά να χάνει τα πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του.
Συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, όπως ο Τόλης Καζαντζής, ο Κώστας Λαχάς, ο Πρόδρομος Μάρκογλου και ο Μάρκος Μέσκος, αλλά και της γενιάς του 1970, όπως ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Πάνος Θεοδωρίδης, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, ο Μανόλης Ξεξάκης, ο Γιάννης Πάνου, καθώς και ο Θέμης Λιβεριάδης (τοποθετημένος ανάμεσα στις δυο γενιές), θα εξακολουθήσουν, βεβαίως, να θητεύουν στον μοντερνισμό και να ανανεώνουν εκ συστήματος τα υλικά του:
Διαβαίνοντας το κατώφλι του 1974, ο μοντερνισμός τον οποίο προώθησαν στη Θεσσαλονίκη οι πεζογράφοι της γενιάς του 1930 θα αρχίσει προοδευτικά να χάνει τα πρωτοποριακά χαρακτηριστικά του.
Συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, όπως ο Τόλης Καζαντζής, ο Κώστας Λαχάς, ο Πρόδρομος Μάρκογλου και ο Μάρκος Μέσκος, αλλά και της γενιάς του 1970, όπως ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Πάνος Θεοδωρίδης, η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, ο Μανόλης Ξεξάκης, ο Γιάννης Πάνου, καθώς και ο Θέμης Λιβεριάδης (τοποθετημένος ανάμεσα στις δυο γενιές), θα εξακολουθήσουν, βεβαίως, να θητεύουν στον μοντερνισμό και να ανανεώνουν εκ συστήματος τα υλικά του:
Ο Καζαντζής ζωγραφίζοντας με απέραντη ειρωνεία τους ήρωες και τις καταστάσεις του, ο Λαχάς συντονίζοντας την εικαστική του ματιά με ένα ποιητικό-δοκιμιακό ύφος, ο Μάρκογλου μπλέκοντας τη ρεαλιστική του εικονοπλασία με τον συνειρμό και το όνειρο, ο Μέσκος ανακατεύοντας το παιδικό παιχνίδι με τον θρύλο, το παραμύθι και την ιστορία, ο Παπαδημητρίου αντιπαραβάλλοντας τον χώρο του δωματίου εντός του οποίου κινείται ένα μονίμως συγκεχυμένο εγώ στον απτό κόσμο του εξωτερικού αστικού τοπίου, ο Θεοδωρίδης διαλέγοντας αντί για το ιστορικό μυθιστόρημα την ιστορική μεταμυθοπλασία, ο Δημητριάδης βάζοντας μπρος μιαν ανεξάντλητη γλωσσική παιδιά, η Δεληγιώργη θέτοντας ως πρώτη προτεραιότητα της σκηνοθεσίας της την ανάδειξη των περίπλοκων διαδικασιών της λογοτεχνικής σύνθεσης, ο Κοσματόπουλος αναμιγνύοντας την ορθοδοξία με μια σειρά παραδοσιακών λαϊκών συμβόλων, ο Ξεξάκης ρευστοποιώντας τον λόγο του μέσα στην ποιητική του πρόζα, ο Πάνου συνταιριάζοντας τον εσωτερικό του μονόλογο με ένα είδος φιλοσοφικής αναρώτησης και ο Λιβεριάδης εμποτίζοντας τις απανωτές λογικές του υπερβάσεις με ένα καυστικό, εντελώς διαβρωτικό χιούμορ.
Ο μοντερνισμός θα διευρύνει από αυτό το σημείο και μετά τους ορίζοντές του, για να αγκαλιάσει, περνώντας στα χέρια των νεωτέρων, και τον μεταμοντερνισμό: ένα ρεύμα με ποικίλα μονοπάτια και παρακλάδια.
Θα μείνω στα παραδείγματα του Σάκη Σερέφα, από τη γενιά του 1980, και της Σοφίας Νικολαϊδου, από την ομάδα των συγγραφέων που κάνουν το ντεμπούτο τους κατά τη δεκαετία του 1990.
Ο Σερέφας θα παρωδήσει την πραγματικότητα, μεγεθύνοντας ή συρρικνώνοντας (πάντοτε καθ’ υπερβολήν) τις μορφές που κυριαρχούν στην καθημερινή του εικονοποιϊα.
Η Νικολαϊδου θα παίξει σε πολλαπλά επίπεδα: άλλοτε με την ειρωνική σύμπλεξη στοιχείων από το αστυνομικό, το γοτθικό, το ιστορικό και το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα, άλλοτε με μιαν άλωση του παρόντος από το παρελθόν και άλλοτε, στη γραμμή του Πάνου Θεοδωρίδη, μέσω ενός επίμονου διαλόγου με την ιστορική μεταμυθοπλασία.
Ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός των συγγραφέων που γράφουν κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη παράγει έργα με αξιοσημείωτο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα αλλά έχει αποβάλει, όπως το σημειώσαμε και προεισαγωγικά, τον πρωτοποριακό του χαρακτήρα: έχει πάψει να συνιστά ξεχωριστό στοίχημα, ικανό να συγκεντρώσει επάνω του τα βλέμματα, όπως συνέβη με την παλαιότερη πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, που έγινε συνώνυμη με τη μάχη υπέρ του μοντερνισμού σε μια περίοδο κατά την οποία οι παραδεδομένοι εκφραστικοί τρόποι συνιστούσαν ταμπού.
Το δίδυμο του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού συνιστά, για όσους επιμένουν τώρα στα ζητήματα της φόρμας, αυτονόητη πρακτική: μια πρακτική με την οποία θα εξοικειωθούν αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους γενιές και τάσεις, ενταγμένες πλέον σ’ ένα πανελλήνιο λογοτεχνικό σύστημα.
Αυτό το ενοποιημένο λογοτεχνικό σύστημα τροφοδοτεί και τους συγγραφείς που θα ακολουθήσουν μετά το 1974 στη Θεσσαλονίκη τον δρόμο του ρεαλισμού.
Προτού, όμως, βρεθούμε σ΄αυτή την περιοχή, σκόπιμο είναι να αναλογιστούμε μιαν ενδιάμεση κατηγορία: εκείνους που μολονότι τείνουν να προσχωρήσουν στον ρεαλισμό, δεν παύουν να επινοούν κάθε τόσο μεθόδους όχι μόνο για την εμβάθυνση, αλλά και για την υπέρβασή του.
Από τους συγγραφείς που βρίσκονται στα όρια μεταξύ δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και γενιάς του 1970 διακρίνονται εν προκειμένω ο Νίκος Βασιλειάδης και ο Γιάννης Ατζακάς (αμφότεροι εμφανίστηκαν αργά ή και πολύ αργά στο προσκήνιο).
Ο Βασιλειάδης θα συνταιριάξει την ηθογραφική σάτιρα με μιαν αχλύ ονειρικής διαφυγής και ουτοπίας, για να οδηγηθεί εντέλει στο θέατρο του παραλόγου.
Ο Ατζακάς θα συνενώσει από τη μεριά του το ιστορικό χρονικό και το αυτοβιογραφικό αφήγημα με το μυθιστόρημα ενηλικίωσης, δοκιμάζοντας εκ παραλλήλου να πετύχει την οργανική εναλλαγή ανάμεσα σε δύο αφηγηματικές φωνές: τη φωνή του άγουρου παιδιού και τη φωνή του ώριμου άντρα.
Από τη γενιά του 1970 το παρών θα δώσει ο Τάσος Χατζητάτσης, που θα ταξιδέψει στο νεώτερο ιστορικό παρελθόν, θεμελιώνοντας τις συνθέσεις του σε μιαν εγγενώς πολυφωνική αφήγηση.
Έπονται τρεις πεζογράφοι που ηλικιακά βρίσκονται και πάλι στα όρια. Αυτή τη φορά κινούνται ανάμεσα στη γενιά του 1970 και στη γενιά του 1980 και δεν είναι άλλοι από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη, τον Δημήτρη Μίγγα και τον Θωμά Κοροβίνη.
Ο Σκαμπαρδώνης θα επιτρέψει στο μαγικό στοιχείο να παρεισδύσει ορμητικά στη ρεαλιστική γραφή του, ποντάροντας στη δύναμη της ποιητικής μεταφοράς και της ακαριαίας εικόνας.
Στην ποιητική όραση θα προσφύγει και ο Μίγγας, ενοφθαλμίζοντας στον ρεαλισμό του μια παραμυθητική ή ενορατική φαντασία.
Όσο για τον Κοροβίνη, θα υπηρετήσει τον δικό του ρεαλισμό διττώς: συγχέοντας αληθινά και επινοημένα ντοκουμέντα, αλλά και απελευθερώνοντας μια πληθώρα κοινωνικών ιδιολέκτων.
Ο κύκλος θα συμπληρωθεί με τον Γιώργο Αδαμίδη και τον Ιγνάτη Χουβαρδά (ο πρώτος μάς έρχεται από τις απαρχές της γενιάς του 1980 ενώ ο δεύτερος ανήκει στους ύστερους κλώνους της), που χωρίς να πειράξουν ούτε κατ’ ελάχιστον το εξωτερικό της ρεαλιστικής τους εικονογραφίας, θα αφήσουν τους ήρωές τους να εγγράψουν το πραγματικό στο πεδίο ενός υπογείως αποδιοργανωμένου και αποσυντονισμένου εγώ.
Ας μην παραλείψουμε, κλείνοντας, τον Βασίλη Αμανατίδη, που κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση του Βασιλειάδη θα υποκαταστήσει τη σάτιρα με μιαν άγρια, παραλυτική παρωδία.
Είναι ώρα να περάσουμε στους καθαρόαιμους ρεαλιστές της Θεσσαλονίκης, όπου θα συναντήσουμε συγγραφείς από τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όπως ο Περικλής Σφυρίδης, αλλά και από τη γενιά του 1970, όπως ο Αντώνης Σουρούνης, ο Τάσος Καλούτσας, ο Αλμπέρτος Ναρ, η Στέλλα Βογιατζόγλου και ο Ηλίας Κουτσούκος.
Ο Σφυρίδης θα ξεδιπλώσει την καθημερινότητα της Θεσσαλονίκης, εισάγοντας στην αφήγησή του πλήθος αυτογραφικά στοιχεία, ενώ ο Σουρούνης θα αναδείξει μιαν άλλη καθημερινότητα (την καθημερινότητα του έλληνα μετανάστη στη Γερμανία), για να την απαλλάξει μια και καλή, χάρη στον ανυποχώρητα παρωδιακό του τόνο, από τον οποιοδήποτε μελοδραματισμό.
Αν εξαιρέσουμε τον Ναρ, που θα εστιάσει την προσοχή του στην αναζήτηση της ξεριζωμένης εβραϊκής ταυτότητας, όλοι οι υπόλοιποι θα στραφούν επίσης στην καθημερινότητα: ο Καλούτσας στην οικογενειακή καθημερινότητα, η Βογιατζόγλου στην καθημερινότητα της παιδικής ηλικίας, και ο Κουτσούκος στην αμεσότητα με την οποία εκδηλώνεται ο προφορικός λόγος της καθημερινότητας.
Η μεταπολιτευτική πεζογραφία της Θεσσαλονίκης ολοκληρώνεται με το αστυνομικό μυθιστόρημα. Δυο συγγραφείς της γενιάς του 1970, ο Πέτρος Μαρτινίδης και ο Αργύρης Παυλιώτης, κρατούν εδώ τα ηνία.
Ο Παυλιώτης θα συνδέσει το αστυνομικό με το μαθηματικό μυθιστόρημα, όπως και με τη θεωρία του χάους, υποχρεώνοντας τους ήρωές του να μετατραπούν σε θύματα άλυτων προβλημάτων της μαθηματικής και της φυσικής επιστήμης.
Ο Μαρτινίδης θα επιχειρήσει έναν άλλο συνδυασμό: τη σύζευξη του αστυνομικού με το πανεπιστημιακό και το επιστολικό μυθιστόρημα. Μια σύζευξη που θα προσφύγει την ίδια ώρα στη μέθοδο της δραματικής ειρωνείας, διευκολύνοντας τον συγγραφέα να σαρώσει πέρα ώς πέρα τη ζωή και τις αξίες των πρωταγωνιστών του (αν υποθέσουμε ότι έχουν τις οποιεσδήποτε αξίες).
Όπως οι πεζογράφοι, έτσι και οι σύγχρονοι ποιητές της Θεσσαλονίκης θα μπουν ευθύς εξαρχής σε πανελλαδική κλίμακα. Πολλοί από τους ποιητές της γενιάς του 1970, με τους οποίους και θα ξεκινήσει η μεταπολιτευτική ποίηση, θα απομακρυνθούν όχι μόνο πνευματικώ αλλά και φυσικώ τω τρόπω από τη Θεσσαλονίκη.
Οι βιωματικοί δεσμοί με την πόλη, τους οποίους οι πεζογράφοι της μεταπολίτευσης θα διατηρήσουν στο ακέραιο, χαλαρώνουν τώρα εντυπωσιακά.
Ορισμένοι από τους ποιητές θα ζήσουν στη Θεσσαλονίκη μόνο για να σπουδάσουν ή για να εργαστούν προσωρινά, άλλοι θα φύγουν μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό κι άλλοι θα εγκατασταθούν δια βίου στην Αθήνα (σε κάποιες περιπτώσεις θα ισχύσουν όλα μαζί).
Κάποιοι, οπωσδήποτε, θα παραμείνουν εντός των τειχών, αλλά όλοι (όσοι θα μείνουν και όσοι θα φύγουν) θα διεκδικήσουν την ταυτότητα την οποία θα διεκδικήσει η γενιά του 1970 ως ενιαίο σύνολο: πολλαπλές (εγχώριες και ξένες) λογοτεχνικές επιρροές, έντονη αίσθηση απομόνωσης και αποκλεισμού, υψηλοί ειρωνικοί (έως σαρκαστικοί και αυτοσαρκαστικοί) τόνοι, όπως και νευρωτικές ή αφασικές χειρονομίες.
Από εκείνους οι οποίοι δεν θα δεθούν οργανικά με την πόλη, αλλά θα μοιραστούν για ένα κρίσιμο διάστημα μαζί της τον ποιητικό τους βίο, ο Αναστάσης Βιστωνίτης θα περιπλανηθεί σ’ ένα αποτεφρωμένο (με απομειωμένες σημασίες ή αξίες) περιβάλλον, ο Αλέξανδρος Ίσαρης θα καταβυθιστεί στον χρόνο, για να έρθει αντιμέτωπος με το φάσμα της αφάνειας και του θανάτου, ο Δημήτρης Καλοκύρης θα μετατρέψει την ιστορία και τη γεωγραφία σε μια γλωσσική περιπέτεια δίχως αφετηρία και τέρμα, ο Μίμης Σουλιώτης θα υιοθετήσει ένα μονίμως παρωδιακό και αποδομητικό στυλ και ο Γιάννης Υφαντής θα συγχωνεύσει τα αρχετυπικά του σύμβολα και ονόματα με μια σειρά εξωτικών μύθων και μουσικών αποσπασμάτων.
Από τους ποιητές της γενιάς του 1970 που θα συνδεθούν βιωματικά με τη Θεσσαλονίκη (κάποιοι θα καθυστερήσουν ουκ ολίγον να εμφανιστούν), ο Αλέξης Τραϊανός θα εντρυφήσει σ’ ένα είδος ποίησης δωματίου, όπου θα κυριαρχήσουν ο αυτοπεριορισμός και ο αυτοεγκλεισμός, ο Γιάννης Καρατζόγλου θα προβάλει τον έρωτα ως τη μοναδική διέξοδο από μια παντελώς απαξιωμένη πραγματικότητα, η Αλεξάνδρα Μπακονίκα θα πάει στους αντίποδες, για να προσδώσει στον έρωτα μια δραματική (στα όρια της απόγνωσης) διάσταση, η Κατερίνα Καριζώνη θα αναπτύξει μια προχωρημένη ελεγειακή φαντασία, η Μπίλη Βέμη θα περιβάλει τον στίχο της με ένα έντονο άγχος φθοράς και θανάτου ενώ ο Πάνος Θεοδωρίδης, ο Μανόλης Ξεξάκης και η Ελένη Μερκενίδου (από κοντά και ο κατά τι μεγαλύτερος ηλικιακά Θέμης Λιβεριάδης) θα διαλέξουν είτε τα ατέρμονα γλωσσικά παιχνίδια και την ειρωνική παραμόρφωση του πραγματολογικού υλικού τους είτε μια θεατρικότητα βασισμένη στην αρχαιογνωσία και τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Προτού εξετάσουμε τις διαδρομές των νεότερων ποιητών της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι θα επανασυστήσουν τους βιωματικούς δεσμούς με την πόλη, θα πρέπει να σταματήσουμε σε δύο Θεσσαλονικείς τη Μαρία Καρδάτου και τον Π. Σωτηρίου, που θα εμφανιστούν στα γράμματα μόνο κατά την τελευταία εικοσιπενταετία του 20ου αιώνα, για να συμπορευτούν χρονικά η πρώτη με τους ποιητές της γενιάς του 1970 και ο δεύτερος με τους ομοτέχνους τους της γενιάς του 1960.
Η Καρδάτου θα εικονογραφήσει μιαν επικράτεια εσωτερικής απώλειας και ερήμωσης ενώ ο Σωτηρίου θα προτιμήσει, σ’ ένα όχι πολύ διαφορετικό κλίμα, τα ωχρά χρώματα του μεσοπολέμου και της καρυωτακικής μελαγχολίας.
Και οι νεότεροι ποιητές; Τι ακριβώς κάνουν οι νεότεροι ποιητές της Θεσσαλονίκης;
Από τη γενιά του 1980, που θα επηρεαστεί στη Θεσσαλονίκη, όπως και πανελληνίως, από τους άμεσους προκατόχους της, τροποποιώντας κατά τόπους κάποια θεματικά τους μοτίβα ή εξελίσσοντας ορισμένες τεχνικές τους, ο Σταύρος Ζαφειρίου θα εμπλέξει την παράμετρο της λαϊκής παράδοσης με την εντοπιότητα ενώ η Μαρία Αρχιμανδρίτου και η Χλόη Κουτσουμπέλη θα αποκαλύψουν τη θηριώδη έρημο της υπαρξιακής στέρησης.
Στην έρημο της υπαρξιακής στέρησης θα περιπλανηθεί και η Βίκυ Καπλάνη, προσφεύγοντας σε μιαν έντονα κρυπτική γλώσσα και εικονογραφία.
Η ακόμα νεότερη γενιά, όσοι θα δοκιμάσουν τα αρχικά τους βήματα μετά το 1990, όπως ο Βασίλης Αμανατίδης, ή και κατά την πρώτη δεκαετία του καινούργιου αιώνα, όπως ο Γιώργος Αλισάνογλου και η Έλσα Κορνέτη, θα προκύψει με ανάμικτες διαθέσεις.
Ο Αμανατίδης θα προχωρήσει σ’ έναν ηθελημένο πληθωρισμό λεκτικών και οπτικών ευρημάτων, στον οποίο θα τον ακολουθήσει και ο Αλισάνογλου, ενώ η Κορνέτη θα εμπιστευτεί την εξομολογητική της διάθεση χωρίς να παραμελήσει τα ζητήματα της γλώσσας και της έκφρασης.