Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)
Οι πολιτικοί κρατούμενοι εκτοπισμένοι από την Μεταξική δικτατορία στον Αη Στράτη, μετά την εισβολή στην Ελλάδα των δυνάμεων του άξονα, τον Οχτώβρη του 1940, ζητάνε να απελευθερωθούν και να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν. Όμως η ελληνική κυβέρνηση έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς.
Το «ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941» του Κώστα Πουρναρά (Μπόση) είναι ένα βιβλίο που δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο και που σήμερα πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να το εντοπίσει στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Το θέμα του βιβλίου είναι άγνωστο στους πολλούς παρ’ όλο που πρόκειται για μια από τις πιο ηρωικές και ένδοξες σελίδες της ιστορίας της Αντίστασης του λαού μας.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι εκτοπισμένοι από την Μεταξική δικτατορία στον Αη Στράτη, μετά την εισβολή στην Ελλάδα των δυνάμεων του άξονα, τον Οχτώβρη του 1940, ζητάνε να απελευθερωθούν και να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν. Όμως η ελληνική κυβέρνηση έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς.
Η φρουρά της χωροφυλακής του νησιού τον Απρίλη του 1941 παραδίδει δέσμιους τους εξόριστους στους Γερμανούς καταχτητές και για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των νέων αφεντικών της, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα για να καταφέρει να αποσπάσει «δηλώσεις μετανοίας» με τις οποίες οι εξόριστοι θα αποκηρύσσουν τις ιδέες τους.
Οι εξόριστοι απομονώνονται με τη δύναμη των όπλων σε ένα κτίριο («κεντρικός θάλαμος») και εξαναγκάζονται από τους δεσμοφύλακές τους τον χειμώνα του 1941-42 στο μαρτύριο της πείνας, από την οποία πεθαίνουν 33 κομμουνιστές.
Ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), κομμουνιστής δάσκαλος, λογοτέχνης και μεταφραστής, ήταν εξόριστος στον Αη Στράτη από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, επέζησε στη μάχη με την πείνα και τον Ιούνη του 1943 απέδρασε με τους εναπομείναντες ζωντανούς και «αμετανόητους» συντρόφους του, με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ, για να περάσουν στη συνέχεια στα βουνά της Μακεδονίας όπου πολέμησαν τους καταχτητές.
Τον Μάρτη του 1947 το Εκδοτικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ προλόγισε και εξέδωσε αυτό το βιβλίο, που χαρακτηρίστηκε από τον Κώστα Βάρναλη ως «ντοκουμέντο από τα πιο πολύτιμα του λαϊκού αγώνα». Το βιβλίο του Κώστα Μπόση επανεκδόθηκε (φωτογραφική αναπαραγωγή της πρώτης έκδοσης) το 1977 από τις «Ιστορικές Εκδόσεις» και το 1995 με ιδιωτική έκδοση συντρόφων και συχωριανών του συγγραφέα.
Στα πλαίσια του αφιερώματος του περιοδικού μας στον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), εν όψει της εκδήλωσης προς τιμή του στις 23 Γενάρη δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο αυτό.
***
«Στις 14 του Γενάρη πήγαμε πάλι για χόρτα. Είχαμε αφήσει τον Καντήλα σ’ άσχημη κατάσταση, από βραδύς δεν ήθελε να φάει. Σα γυρίσαμε το βράδυ, δεν υπήρχε πια. Εκεί που κειτότανε τόσον καιρό ένας σκελετός, τώρα ήτανε άδειο. Δεν τον βρήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε, τον είχανε θάψει. Να λοιπόν! Δεν ήταν αστείο. Τα λόγια γίνανε πράξη· ο χορός άρχισε, η σκηνή άνοιξε. Ο χάρος θρονιάστηκε στον θάλαμο. Τον είχαμε στον πλευρό, στο προσκέφαλό μας. Στις 16 ο Μήτσης ο φυματικός, στις 18 ο Φέζος κι ο Τραγιανός. Ο Σεραφείμ Τσώνος ήτανε στα στερνά του. Φώναξε κάποιο σύντροφο.
― Τι θέλεις Σεραφείμ; τον ρώτησε.
― Πες σε κείνο τον Κοζάκο να μου φέρει ένα τσιγάρο. Πολλά του ’χω καπνίσει, αλλά να μη βαρυγκομήσει, θα ’ναι το τελευταίο κι ύστερα πες σε κείνους τους φίλους, τους γκαρδιακούς, να ’ρθουν. Πες τους ο Τσώνος σάς θέλει, θα σας αφήσει τη διαθήκη του. Θέλει να μιλήσετε μαζί του για τελευταία φορά.
Σε λίγο μαζεύτηκε μια παρέα γύρω του.
― Κουράγιο, Σεραφείμ! είπε κάποιος.
― Κουράγιο, είπε, χρειαζότανε ως εδώ, είμαι περήφανος. Πέρασα σαν μπολσεβίκος τη δοκιμασία. Πεθαίνω χωρίς παράπονο. Όχι γιατί δεν αγαπάω τη ζωή. Την αγαπάω σαν κομμουνιστής πιότερο απ’ τους άλλους, αλλά άμα είναι ανάγκη να πεθάνεις… δε μετάνιωσα. Είδατε; είμαι μια πιθαμή άνθρωπος, ξέρετε γιατί; τα παιδικά μου παιχνίδια ήτανε οι μύγες, οι μαγαρισιές, τα κάτουρα κι οι αρρώστιες.
“ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941”, από την πρώτη έκδοση του 1947
Ως τα εφτά χρόνια άκουγα τη γκρίνια του πατέρα και της μάνας, που η φτώχεια τους ξεσπούσε σε μένα και στ’ αδέλφια μου. Χάδι δεν ένιωσα, γέλιο δεν αντίκρισα, ψωμί δεν χόρτασα. Στα εφτά έγινα τέλειος άνθρωπος και μπήκα σε μαγαζί για να βγάλω το ψωμί μου, αρκετά χαραμοψώμισα! Δουλειά στο μαγαζί μέρα με μέρα ή καλύτερα νύχτα με νύχτα, ύστερα τα ψώνια στο σπίτι. Σκούπισμα της κυράς, πλύσιμο πιάτων και ρούχων των παιδιών. Θα κοιμόντανε πρώτα τ’ αφεντικά κι ύστερα εγώ. Και το πρωί θα σηκωνόμουνα πρώτος. Αν καθόμουνα μια στιγμή κάπου προσκύναγα και κοιμόμουνα αμέσως. Η κυρά με τσίμπαγε να ξυπνήσω και τ’ αφεντικό με φώναζε χαϊδευτικά «χαραμοφάη». Απ’ τα πρώτα χρόνια η καρδιά μου γέμισε μίσος. Δεν άκουσα καλό λόγο, δε γνώρισα την αγάπη. Περνούσανε τα χρόνια, μεγάλωνε η πείρα κι η σκέψη. Τα ’θρεφτε πλούσια η ζωή, μα το κορμί έμενε αχαμνό, αυτό δεν τρέφεται με τις βρισιές. Αυτό θέλει φαΐ, ύπνο, ξεκούραση, χαρά, παιχνίδι.
Αλήθεια! Λένε πως τα παιδιά παίζουν, δε βαριέσαι. Εγώ δεν έπαιξα. Μπροστά στο μαγαζί ήταν η θάλασσα, απέραντη, όμορφη. Λαχτάρισε η καρδούλα μου το νερό. Έκλεβα καμιά στιγμούλα και την κοίταζα με έρωτα, την ποθούσα. Πολλές φορές ξεχνιόμουνα και το πλήρωνα ακριβά. Ήθελα να βουτήξω στο νερό, να παίξω στον αφρό της όπως κάνανε και τ’ άλλα παιδάκια. Το κορμί μου δε γεύτηκε τη δροσιά, την αρμύρα της, τα χάδια της. Κι η ψυχή μου έμεινε παραπονεμένη. Πίσω είχε βουνά, δάση απέραντα, απέραστα απ’ τον ήλιο. Κι είχανε πουλιά, κι αγέρι, χαρά και γλύκα. Αποθύμησα να τρέξω στο λόγκο, ν’ ανεβώ στα δέντρα, να βρω φωλιές, να πιάσω πουλιά, να βρω καρπούς, να κόψω λουλούδια. Τίποτα. Θέλησα να πάω σκολειό, να δω τι κλείνανε μέσα οι φυλλάδες, να δω τις εικόνες τους, να δω τον καραγκιόζη. Ούτε θάλασσα και βουνό και δάσος και πουλιά και σκολειό και βιβλία και καραγκιόζης, ζωή για μένα τ’ αργαστήρι, το σπίτι και τ’ αφεντικά. Κι έφτασα στα χρόνια που νιώθει κανένας το φύλο. Μα ποια κοίταζε μια πιθαμή άνθρωπο που τον έδερνε η κυρά επειδή δεν έπλενε καλά τα βρακάκια του μπέμπη; Κάποια καινούργια δύναμη άντρωσε μέσα μου, κάποιο αίσθημα, αλλά κι αυτά στείρα. Τα ’φαγε τ’ αργαστήρι.
Αργότερα βρέθηκα στης ζωής το σταυροδρόμι, δεξιά δρόμος πλατύς στρωμένος από αιώνες. Πατημένος από μυριάδες. Πλήθη περνούσανε, βαδίζανε, χάνονταν. Πέρα φάνταζε χλοερό λιβάδι. Πολιτείες πανώριες. Κι άκουγες λαγούτα και βιολιά. Ζωή, κίνηση, χαρά. Ζερβιά ένα μονοπατάκι, μόλις ξεχώριζε, ανάμεσα από πέτρες και κλαδιά. Μια χούφτα άνθρωποι δουλεύανε, σκάβανε το μονοπάτι. Τους ζύγωσα περίεργα.
― Γεια χαρά σας.
― Καλώς μας ήρθες.
Ροζιασμένα χέρια, μπράτσα ατσαλένια, πρόσωπα σκαμμένα απ’ τις στερήσεις, απ’ τις έγνοιες, ούτε ’γω ξέρω. Στα μάτια μια αλλιώτικη λάμψη σπίθιζε και μιλούσανε απλά, μιλούσανε με θέρμη. Τα λόγια τους βγαίνανε απ’ την καρδιά. Ένιωθες σιγουριά κοντά τους. Σε κατακτούσαν απ’ την πρώτη ματιά. Και μέσα μου ανάβλυσε ένα αίσθημα που η ζωή μου στέρησε, αγάπη.
― Πώς σας λένε; ρώτησα
― Μουτζούρηδες.
―Τι κάνετε αυτού;
― Σκάβουμε το δρόμο της προόδου, της ανάγκης.
Κοίταξα προσεχτικά, δε σκάβανε με τσαπιά, με κασμάδες, σκάβανε με τα νύχια και τα δόντια. Και ο τόπος ήταν τόσο σκληρός που δεν έπαιρνε άλλο. Στουρνάρια, ρίζες, χαμόκλαδα. Ποτίζανε την ξερή γη μ’ αίμα κι ιδρώτα. Κοίταξα πίσω. Μια ματωμένη γραμμή. Κοίταξα δεξιά – ζερβά, σωροί κόκαλα, και δω κι εκεί και πολύ κοντά σταυροί. Και κάθε λίγο και καινούργιος έμπαινε.
― Και τι είναι τούτοι οι σταυροί, οι σωροί τα κόκαλα;
― Είναι η πληρωμή, απάντησαν.
Κοίταξα μπροστά. Φόβος και τρόμος, ανηφοριά και λόγκος και πέτρες. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να το πιστέψει πως μπορούσε να σκαφτεί δρόμος.
― Και θα μπορέσετε σεις ν’ ανοίξετε δρόμο, λεωφόρο, ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγκα και τους γκρεμούς; Εσείς, μια χούφτα άνθρωποι;
― Ναι, μ’ απάντησαν. Θα γελούσα κι όμως ρίγησα. Κείνο το «ναι» ήτανε όλο πίστη και αυτοπεποίθηση, με τάραξε. Το πίστεψα σχεδόν κι εγώ.
― Είμαστε λίγοι, ξανάπανε, μα η θέληση μεγάλη, ωκεανός η πίστη, βουνό η αντοχή κι ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι, πολλοί, πάρα πολλοί. Η ζωή, η ανάγκη θα τους φέρει. Θα τους σπρώξει.
― Και θα θυσιαστείτε σεις για ποιον, για τους άλλους;
― Χωρίς τη θυσία τίποτα το καλό δε θα φυτρώσει στη γη. Αυτό λέει η ιστορία του κόσμου. Θα θυσιαστούμε για τον εαυτό μας, η θυσία μας θα ’ναι για τους άλλους.
― Γιατί δεν ακολουθείτε τον άλλο δρόμο; Είναι κιόλας καμωμένος, πλατιά λεωφόρος. Δεν έχει σταυρούς, κόκαλα, ούτε ανηφοριές. Το τέρμα είναι ξεκάθαρο. Λιβάδια πράσινα, όμορφες πολιτείες. Χαρά κι ευτυχία. Από δω τίποτα δεν φαίνεται. Μόνο κορφές πανύψηλες, χωμένες στην αντάρα και τα σύννεφα. Πού βγαίνει; Ίσως πίσω απ’ τα βουνά να ’ναι γκρεμός.
― Ο δρόμος δεξιά δεν έχει σταυρούς και κόκαλα, έχει όμως βάλτους που δεν φαίνονται. Βάραθρο. Δεν σταυρώνεται ένας – ένας. Αλλά πέφτουν κοπάδια, ξεκληρίζονται γενεές ολόκληρες. Τα λιβάδια, οι ομορφιές και τα τραγούδια, η παραδεισένια ζωή είναι η προβολή των πόθων και των καημών του κόσμου. Είναι τα καρβέλια που βλέπει ο νηστικός στον ύπνο του. Κείνος ο κόσμος είναι τ’ αντικαθρέφτισμα που βλέπει ο Βεδουίνος στην έρημο και που ποτέ δεν το φτάνει. Ο κόσμος αυτός είναι φτιαχτός. Κι ο δρόμος είναι της ρουτίνας και της καταστροφής. Τούτος δεν έχει γκρεμούς. Έχει αντάρες και σύννεφα και εμπόδια και δυσκολίες, μα είναι σίγουρος. Τραβάει πάνω, πιο πάνω, πάντα μπροστά και πάντα στο καλό.
Κι άρχισαν να μου μιλάνε για τους κλέφτες και τους κλεμμένους. Για τους δουλευτάδες που πεθαίνουν απ’ την πείνα και τους τεμπέληδες που σκάνε απ’ την πολυφαγία. Τ’ αφεντικά, τις κυράδες με τα πιάνα και τους μπεμπέδες με τα βρακάκια και τα φτωχόπαιδα που δεν είδανε Θεού πρόσωπο. Στο σημείο αυτό τους κοίταξα προσεχτικά. Μη και με γνώριζε κανένας; Πόσο κείνα που λέγανε έμοιαζαν με τα δικά μου! Μου μίλησαν για αντίθετες δυνάμεις που παλεύουν στη ζωή ακατάπαυστα, οι παλιές με τις καινούργιες, και πως πάντα αργά ή γρήγορα νικάνε οι καινούργιες.
Πόσο όμορφα μιλούσανε, πόσο ρίζωναν τα λόγια τους στην καρδιά μου, πόσο αληθινά ήτανε, πόσο καθαρά! Χτύπησα το κεφάλι μου, τόσο απλά και να μην τα καταλάβω τόσον καιρό;… Από τότε σύντροφοι, δεν ξεχώρισα απ’ την παρέα τους. Και δεν το μετάνιωσα. Καλά θα ήταν, βρε παιδιά, να ’βλεπα τη νίκη. Αλλά δεν είναι στο χέρι μου. Μα όποιος δεν είναι έτοιμος να πεθάνει σήμερα ούτε αύριο θα ’ναι. Να ’χα όμως να χόρταινα, προτού πεθάνω, ένα κουρκούτι, έστω λίγα χόρτα, ας είναι κι άβραστα.
Κοιταχτήκαμε, αλλά πού να βρεις τέτοιο πράμα.
― Σεραφείμ, μη φωνάζεις, μη μιλάς πολύ.
― Να μη μιλήσω πολύ γιατί; Για να οικονομήσω δυνάμεις; Για να ζήσω μια ώρα το πολύ περισσότερο; Δε βαριέστε, βρε παιδιά!… Σε λίγο θα ’χω καιρό να ξεκουραστώ. Ύστερα αυτές τις στερνές ώρες θέλω να μιλήσω με σας, σύντροφοι, με σας που αγώνες χρόνια μας έδεσαν, που ζήσαμε μια ολάκερη ζωή με τα καλά της και τις αναποδιές της πάνω στον ξερόβραχο αυτό, με τα πείσματα, τις γκρίνιες και τις αγάπες, με τις μικροχαρές και τις μεγάλες αγωνίες. Θέλω να μιλήσω όσο μπορώ περισσότερο με σας που μας κλείσανε σ’ έναν τάφο ζωντανούς. Λίγες στιγμές που θα μιλήσω μαζί σας θ’ αξίζουν περισσότερο από ώρες ολόκληρες που θα ζούσα βουβός. Αν τα κατάφερνα να μιλήσω πιο δυνατά και πιο γρήγορα θα το ’κανα.
Όξω φύσαγε βοριάς. Το νησί ήτανε κάτασπρο κι ήταν νύχτα. Σύχασε λίγο, ο χάρος όμως ζύγωσε. Τα πόδια του κρύωσαν, τα χέρια του το ίδιο· άρχισε να κόβεται.
― Βρε Καρακώστα! Θα πας καμιά φορά κατά το Βόλο; Χαιρέτα μου, μωρέ, την εργατιά. Πες τους πως ο Τσώνος δεν τους ντρόπιασε. Μια χούφτα κόκαλα ήταν μα κονταροχτυπήθηκε παλικαρίσια με το χάρο. Κι όταν η κόκκινη παντιέρα ανεμίσει πάνω από πολιτείες και χωριά, σε καράβια κι εργοστάσια, θέλω να πεταχτείτε μια στιγμή κι ως εδώ στο ξερονήσι. Να στήσετε μια και στο μνήμα μου και να φωνάξετε: «Σεραφείμ, νικήσαμε, εκδικηθήκαμε».
Ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), κομμουνιστής δάσκαλος, λογοτέχνης και μεταφραστής, ήταν εξόριστος στον Αη Στράτη από την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, επέζησε στη μάχη με την πείνα και τον Ιούνη του 1943 απέδρασε με τους εναπομείναντες ζωντανούς και «αμετανόητους» συντρόφους του, με τη βοήθεια του ΕΛΑΝ, για να περάσουν στη συνέχεια στα βουνά της Μακεδονίας όπου πολέμησαν τους καταχτητές.
Τον Μάρτη του 1947 το Εκδοτικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ προλόγισε και εξέδωσε αυτό το βιβλίο, που χαρακτηρίστηκε από τον Κώστα Βάρναλη ως «ντοκουμέντο από τα πιο πολύτιμα του λαϊκού αγώνα». Το βιβλίο του Κώστα Μπόση επανεκδόθηκε (φωτογραφική αναπαραγωγή της πρώτης έκδοσης) το 1977 από τις «Ιστορικές Εκδόσεις» και το 1995 με ιδιωτική έκδοση συντρόφων και συχωριανών του συγγραφέα.
Στα πλαίσια του αφιερώματος του περιοδικού μας στον Κώστα Πουρναρά (Μπόση), εν όψει της εκδήλωσης προς τιμή του στις 23 Γενάρη δημοσιεύουμε απόσπασμα από το βιβλίο αυτό.
***
«Στις 14 του Γενάρη πήγαμε πάλι για χόρτα. Είχαμε αφήσει τον Καντήλα σ’ άσχημη κατάσταση, από βραδύς δεν ήθελε να φάει. Σα γυρίσαμε το βράδυ, δεν υπήρχε πια. Εκεί που κειτότανε τόσον καιρό ένας σκελετός, τώρα ήτανε άδειο. Δεν τον βρήκαμε να τον αποχαιρετήσουμε, τον είχανε θάψει. Να λοιπόν! Δεν ήταν αστείο. Τα λόγια γίνανε πράξη· ο χορός άρχισε, η σκηνή άνοιξε. Ο χάρος θρονιάστηκε στον θάλαμο. Τον είχαμε στον πλευρό, στο προσκέφαλό μας. Στις 16 ο Μήτσης ο φυματικός, στις 18 ο Φέζος κι ο Τραγιανός. Ο Σεραφείμ Τσώνος ήτανε στα στερνά του. Φώναξε κάποιο σύντροφο.
― Τι θέλεις Σεραφείμ; τον ρώτησε.
― Πες σε κείνο τον Κοζάκο να μου φέρει ένα τσιγάρο. Πολλά του ’χω καπνίσει, αλλά να μη βαρυγκομήσει, θα ’ναι το τελευταίο κι ύστερα πες σε κείνους τους φίλους, τους γκαρδιακούς, να ’ρθουν. Πες τους ο Τσώνος σάς θέλει, θα σας αφήσει τη διαθήκη του. Θέλει να μιλήσετε μαζί του για τελευταία φορά.
Σε λίγο μαζεύτηκε μια παρέα γύρω του.
― Κουράγιο, Σεραφείμ! είπε κάποιος.
― Κουράγιο, είπε, χρειαζότανε ως εδώ, είμαι περήφανος. Πέρασα σαν μπολσεβίκος τη δοκιμασία. Πεθαίνω χωρίς παράπονο. Όχι γιατί δεν αγαπάω τη ζωή. Την αγαπάω σαν κομμουνιστής πιότερο απ’ τους άλλους, αλλά άμα είναι ανάγκη να πεθάνεις… δε μετάνιωσα. Είδατε; είμαι μια πιθαμή άνθρωπος, ξέρετε γιατί; τα παιδικά μου παιχνίδια ήτανε οι μύγες, οι μαγαρισιές, τα κάτουρα κι οι αρρώστιες.
Η πρώτη σελίδα του βιβλίου του Κώστα Πουρναρά (Μπόση)
“ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ, η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941”, από την πρώτη έκδοση του 1947
Ως τα εφτά χρόνια άκουγα τη γκρίνια του πατέρα και της μάνας, που η φτώχεια τους ξεσπούσε σε μένα και στ’ αδέλφια μου. Χάδι δεν ένιωσα, γέλιο δεν αντίκρισα, ψωμί δεν χόρτασα. Στα εφτά έγινα τέλειος άνθρωπος και μπήκα σε μαγαζί για να βγάλω το ψωμί μου, αρκετά χαραμοψώμισα! Δουλειά στο μαγαζί μέρα με μέρα ή καλύτερα νύχτα με νύχτα, ύστερα τα ψώνια στο σπίτι. Σκούπισμα της κυράς, πλύσιμο πιάτων και ρούχων των παιδιών. Θα κοιμόντανε πρώτα τ’ αφεντικά κι ύστερα εγώ. Και το πρωί θα σηκωνόμουνα πρώτος. Αν καθόμουνα μια στιγμή κάπου προσκύναγα και κοιμόμουνα αμέσως. Η κυρά με τσίμπαγε να ξυπνήσω και τ’ αφεντικό με φώναζε χαϊδευτικά «χαραμοφάη». Απ’ τα πρώτα χρόνια η καρδιά μου γέμισε μίσος. Δεν άκουσα καλό λόγο, δε γνώρισα την αγάπη. Περνούσανε τα χρόνια, μεγάλωνε η πείρα κι η σκέψη. Τα ’θρεφτε πλούσια η ζωή, μα το κορμί έμενε αχαμνό, αυτό δεν τρέφεται με τις βρισιές. Αυτό θέλει φαΐ, ύπνο, ξεκούραση, χαρά, παιχνίδι.
Αλήθεια! Λένε πως τα παιδιά παίζουν, δε βαριέσαι. Εγώ δεν έπαιξα. Μπροστά στο μαγαζί ήταν η θάλασσα, απέραντη, όμορφη. Λαχτάρισε η καρδούλα μου το νερό. Έκλεβα καμιά στιγμούλα και την κοίταζα με έρωτα, την ποθούσα. Πολλές φορές ξεχνιόμουνα και το πλήρωνα ακριβά. Ήθελα να βουτήξω στο νερό, να παίξω στον αφρό της όπως κάνανε και τ’ άλλα παιδάκια. Το κορμί μου δε γεύτηκε τη δροσιά, την αρμύρα της, τα χάδια της. Κι η ψυχή μου έμεινε παραπονεμένη. Πίσω είχε βουνά, δάση απέραντα, απέραστα απ’ τον ήλιο. Κι είχανε πουλιά, κι αγέρι, χαρά και γλύκα. Αποθύμησα να τρέξω στο λόγκο, ν’ ανεβώ στα δέντρα, να βρω φωλιές, να πιάσω πουλιά, να βρω καρπούς, να κόψω λουλούδια. Τίποτα. Θέλησα να πάω σκολειό, να δω τι κλείνανε μέσα οι φυλλάδες, να δω τις εικόνες τους, να δω τον καραγκιόζη. Ούτε θάλασσα και βουνό και δάσος και πουλιά και σκολειό και βιβλία και καραγκιόζης, ζωή για μένα τ’ αργαστήρι, το σπίτι και τ’ αφεντικά. Κι έφτασα στα χρόνια που νιώθει κανένας το φύλο. Μα ποια κοίταζε μια πιθαμή άνθρωπο που τον έδερνε η κυρά επειδή δεν έπλενε καλά τα βρακάκια του μπέμπη; Κάποια καινούργια δύναμη άντρωσε μέσα μου, κάποιο αίσθημα, αλλά κι αυτά στείρα. Τα ’φαγε τ’ αργαστήρι.
Αργότερα βρέθηκα στης ζωής το σταυροδρόμι, δεξιά δρόμος πλατύς στρωμένος από αιώνες. Πατημένος από μυριάδες. Πλήθη περνούσανε, βαδίζανε, χάνονταν. Πέρα φάνταζε χλοερό λιβάδι. Πολιτείες πανώριες. Κι άκουγες λαγούτα και βιολιά. Ζωή, κίνηση, χαρά. Ζερβιά ένα μονοπατάκι, μόλις ξεχώριζε, ανάμεσα από πέτρες και κλαδιά. Μια χούφτα άνθρωποι δουλεύανε, σκάβανε το μονοπάτι. Τους ζύγωσα περίεργα.
― Γεια χαρά σας.
― Καλώς μας ήρθες.
Ροζιασμένα χέρια, μπράτσα ατσαλένια, πρόσωπα σκαμμένα απ’ τις στερήσεις, απ’ τις έγνοιες, ούτε ’γω ξέρω. Στα μάτια μια αλλιώτικη λάμψη σπίθιζε και μιλούσανε απλά, μιλούσανε με θέρμη. Τα λόγια τους βγαίνανε απ’ την καρδιά. Ένιωθες σιγουριά κοντά τους. Σε κατακτούσαν απ’ την πρώτη ματιά. Και μέσα μου ανάβλυσε ένα αίσθημα που η ζωή μου στέρησε, αγάπη.
― Πώς σας λένε; ρώτησα
― Μουτζούρηδες.
―Τι κάνετε αυτού;
― Σκάβουμε το δρόμο της προόδου, της ανάγκης.
Κοίταξα προσεχτικά, δε σκάβανε με τσαπιά, με κασμάδες, σκάβανε με τα νύχια και τα δόντια. Και ο τόπος ήταν τόσο σκληρός που δεν έπαιρνε άλλο. Στουρνάρια, ρίζες, χαμόκλαδα. Ποτίζανε την ξερή γη μ’ αίμα κι ιδρώτα. Κοίταξα πίσω. Μια ματωμένη γραμμή. Κοίταξα δεξιά – ζερβά, σωροί κόκαλα, και δω κι εκεί και πολύ κοντά σταυροί. Και κάθε λίγο και καινούργιος έμπαινε.
Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1977
― Και τι είναι τούτοι οι σταυροί, οι σωροί τα κόκαλα;
― Είναι η πληρωμή, απάντησαν.
Κοίταξα μπροστά. Φόβος και τρόμος, ανηφοριά και λόγκος και πέτρες. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να το πιστέψει πως μπορούσε να σκαφτεί δρόμος.
― Και θα μπορέσετε σεις ν’ ανοίξετε δρόμο, λεωφόρο, ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγκα και τους γκρεμούς; Εσείς, μια χούφτα άνθρωποι;
― Ναι, μ’ απάντησαν. Θα γελούσα κι όμως ρίγησα. Κείνο το «ναι» ήτανε όλο πίστη και αυτοπεποίθηση, με τάραξε. Το πίστεψα σχεδόν κι εγώ.
― Είμαστε λίγοι, ξανάπανε, μα η θέληση μεγάλη, ωκεανός η πίστη, βουνό η αντοχή κι ύστερα θα ’ρθουν κι άλλοι, πολλοί, πάρα πολλοί. Η ζωή, η ανάγκη θα τους φέρει. Θα τους σπρώξει.
― Και θα θυσιαστείτε σεις για ποιον, για τους άλλους;
― Χωρίς τη θυσία τίποτα το καλό δε θα φυτρώσει στη γη. Αυτό λέει η ιστορία του κόσμου. Θα θυσιαστούμε για τον εαυτό μας, η θυσία μας θα ’ναι για τους άλλους.
― Γιατί δεν ακολουθείτε τον άλλο δρόμο; Είναι κιόλας καμωμένος, πλατιά λεωφόρος. Δεν έχει σταυρούς, κόκαλα, ούτε ανηφοριές. Το τέρμα είναι ξεκάθαρο. Λιβάδια πράσινα, όμορφες πολιτείες. Χαρά κι ευτυχία. Από δω τίποτα δεν φαίνεται. Μόνο κορφές πανύψηλες, χωμένες στην αντάρα και τα σύννεφα. Πού βγαίνει; Ίσως πίσω απ’ τα βουνά να ’ναι γκρεμός.
― Ο δρόμος δεξιά δεν έχει σταυρούς και κόκαλα, έχει όμως βάλτους που δεν φαίνονται. Βάραθρο. Δεν σταυρώνεται ένας – ένας. Αλλά πέφτουν κοπάδια, ξεκληρίζονται γενεές ολόκληρες. Τα λιβάδια, οι ομορφιές και τα τραγούδια, η παραδεισένια ζωή είναι η προβολή των πόθων και των καημών του κόσμου. Είναι τα καρβέλια που βλέπει ο νηστικός στον ύπνο του. Κείνος ο κόσμος είναι τ’ αντικαθρέφτισμα που βλέπει ο Βεδουίνος στην έρημο και που ποτέ δεν το φτάνει. Ο κόσμος αυτός είναι φτιαχτός. Κι ο δρόμος είναι της ρουτίνας και της καταστροφής. Τούτος δεν έχει γκρεμούς. Έχει αντάρες και σύννεφα και εμπόδια και δυσκολίες, μα είναι σίγουρος. Τραβάει πάνω, πιο πάνω, πάντα μπροστά και πάντα στο καλό.
Το εξώφυλλο της έκδοσης του 1995
με χαρακτικό του Γιώργου Φαρσακίδη
Κι άρχισαν να μου μιλάνε για τους κλέφτες και τους κλεμμένους. Για τους δουλευτάδες που πεθαίνουν απ’ την πείνα και τους τεμπέληδες που σκάνε απ’ την πολυφαγία. Τ’ αφεντικά, τις κυράδες με τα πιάνα και τους μπεμπέδες με τα βρακάκια και τα φτωχόπαιδα που δεν είδανε Θεού πρόσωπο. Στο σημείο αυτό τους κοίταξα προσεχτικά. Μη και με γνώριζε κανένας; Πόσο κείνα που λέγανε έμοιαζαν με τα δικά μου! Μου μίλησαν για αντίθετες δυνάμεις που παλεύουν στη ζωή ακατάπαυστα, οι παλιές με τις καινούργιες, και πως πάντα αργά ή γρήγορα νικάνε οι καινούργιες.
Πόσο όμορφα μιλούσανε, πόσο ρίζωναν τα λόγια τους στην καρδιά μου, πόσο αληθινά ήτανε, πόσο καθαρά! Χτύπησα το κεφάλι μου, τόσο απλά και να μην τα καταλάβω τόσον καιρό;… Από τότε σύντροφοι, δεν ξεχώρισα απ’ την παρέα τους. Και δεν το μετάνιωσα. Καλά θα ήταν, βρε παιδιά, να ’βλεπα τη νίκη. Αλλά δεν είναι στο χέρι μου. Μα όποιος δεν είναι έτοιμος να πεθάνει σήμερα ούτε αύριο θα ’ναι. Να ’χα όμως να χόρταινα, προτού πεθάνω, ένα κουρκούτι, έστω λίγα χόρτα, ας είναι κι άβραστα.
Κοιταχτήκαμε, αλλά πού να βρεις τέτοιο πράμα.
― Σεραφείμ, μη φωνάζεις, μη μιλάς πολύ.
― Να μη μιλήσω πολύ γιατί; Για να οικονομήσω δυνάμεις; Για να ζήσω μια ώρα το πολύ περισσότερο; Δε βαριέστε, βρε παιδιά!… Σε λίγο θα ’χω καιρό να ξεκουραστώ. Ύστερα αυτές τις στερνές ώρες θέλω να μιλήσω με σας, σύντροφοι, με σας που αγώνες χρόνια μας έδεσαν, που ζήσαμε μια ολάκερη ζωή με τα καλά της και τις αναποδιές της πάνω στον ξερόβραχο αυτό, με τα πείσματα, τις γκρίνιες και τις αγάπες, με τις μικροχαρές και τις μεγάλες αγωνίες. Θέλω να μιλήσω όσο μπορώ περισσότερο με σας που μας κλείσανε σ’ έναν τάφο ζωντανούς. Λίγες στιγμές που θα μιλήσω μαζί σας θ’ αξίζουν περισσότερο από ώρες ολόκληρες που θα ζούσα βουβός. Αν τα κατάφερνα να μιλήσω πιο δυνατά και πιο γρήγορα θα το ’κανα.
Όξω φύσαγε βοριάς. Το νησί ήτανε κάτασπρο κι ήταν νύχτα. Σύχασε λίγο, ο χάρος όμως ζύγωσε. Τα πόδια του κρύωσαν, τα χέρια του το ίδιο· άρχισε να κόβεται.
― Βρε Καρακώστα! Θα πας καμιά φορά κατά το Βόλο; Χαιρέτα μου, μωρέ, την εργατιά. Πες τους πως ο Τσώνος δεν τους ντρόπιασε. Μια χούφτα κόκαλα ήταν μα κονταροχτυπήθηκε παλικαρίσια με το χάρο. Κι όταν η κόκκινη παντιέρα ανεμίσει πάνω από πολιτείες και χωριά, σε καράβια κι εργοστάσια, θέλω να πεταχτείτε μια στιγμή κι ως εδώ στο ξερονήσι. Να στήσετε μια και στο μνήμα μου και να φωνάξετε: «Σεραφείμ, νικήσαμε, εκδικηθήκαμε».
Αντανάκλαση: atexnos