Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Αντόν Τσέχοφ: Ένα κουρελάκι

Μοιάζει σαν να γράφτηκε για να αποτυπώσει την ανοχή μας  στα λίγα που μας δίνονται και στα πολλά που κόβονται...
Αποτέλεσμα εικόνας
Συνεχείς περικοπές μισθών και συντάξεων και απανωτοί φόροι σε συνδυασμό με την ανεργία και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας  έχουν κάνει πολύ δύσκολη τη ζωή μας, όμως οι αντιδράσεις δεν είναι ανάλογες των προβλημάτων. Συνηθίσαμε να ζούμε με τα ελάχιστα και να δικαιολογούμε τα ψίχουλα που μας δίνονται.

«Δε βαριέσαι!», «Τι μπορούμε να κάνουμε;», «Ας έχουμε υγεία και όλα τ’ άλλα λύνονται», «Δε λες που μας δίνουν και αυτά» και πολλά άλλα τέτοια μοιρολατρικά ακούμε όλο και πιο πολύ. Για οργανωμένη αντίδραση δεν συζητούν πολλοί. Είναι άραγε πιο βολική η πεποίθηση ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, οπότε ας αποδεχτούμε την άθλια πραγματικότητα;

Στο νου μου ήρθε η νεαρή δασκάλα και το αφεντικό της στο μικρό διήγημα του Αντόν Τσέχοφ με τον τίτλο Ένα κουρελάκι. Γραμμένο το 1883 εξακολουθεί να διατηρεί τη φρεσκάδα του καθώς  μοιάζει σαν να γράφτηκε για να αποτυπώσει την ανοχή μας  στα λίγα που μας δίνονται και στα πολλά που κόβονται.

***

Αντόν Τσέχοφ: Ένα κουρελάκι

Πριν λίγες μέρες φώναξα στο γραφείο μου τη δεσποινίδα Τζούλια, τη δασκάλα των παιδιών μου, γιατί έπρεπε να την πληρώσω.

– Καθίστε, της λέω, θα κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας. Ασφαλώς θα χρειάζεστε χρήματα, μα είστε τόσο τυπική, που από μόνη σας δε θα ζητήσετε ποτέ τίποτα. Εντάξει…Λοιπόν είχαμε συμφωνήσει τριάντα ρούμπλια το μήνα.

– Σαράντα…

– Όχι, τριάντα, το έχω σημειώσει. Πάντα τριάντα ρούμπλια δίνω στις δασκάλες. Εντάξει… Λοιπόν είστε εδώ δυό μήνες.

– Δυό μήνες και πέντε μέρες…

– Δυό μήνες ακριβώς. Το έχω σημειώσει. Σας οφείλω επομένως εξήντα ρούμπλια. Αφαιρούνται εννέα Κυριακές…Δεν κάματε μάθημα με τον Κόλια την Κυριακή, τον πήγατε μόνο περίπατο. Κατόπι τρεις μέρες που ήταν γιορτή…

Η Τζούλια κατακοκκίνισε, μάλαζε την άκρη του φουστανιού της, μα δεν είπε λέξη.

– Τρεις μέρες γιορτή…επομένως μείον δώδεκα ρούμπλια. Ο Κόλιας ήταν άρρωστος τέσερεις μέρες και δεν έκαμε μάθημα. Με τη Βαρβάρα επίσης δεν ασχοληθήκατε…είχατε τρεις μέρες πονόδοντο και η γυναίκα μου σας έδωσε την άδεια ν’ αναπαυθείτε μετά το γεύμα. Δώδεκα και επτά, δέκα εννέα. Αφαιρέσεως γενομένης, υπόλοιπον…χμ, σαράντα και ένα ρούμπλια. Έτσι δεν είναι;

Το αριστερό μάτι της δεσποινίδος Τζούλιας κοκκίνισε και δάκρυσε. Το σαγόνι της άρχισε να τρέμει. Την έπιασε ένας νευρικός βήχας, ξεμυξίστηκε, μα δεν είπε λέξη.

– Την παραμονή της πρωτοχρονιάς σπάσατε ένα ποτήρι του τσαγιού μαζί με το πιατάκι του. Μείον δύο ρούμπλια…Το φλυτζάνι κοστίζει ακριβότερα, ήταν ενθύμιο οικογενειακό, αλλά ας είναι…Τι να γίνει! Συνεχίζουμε. Από έλλειψη επίβλεψης εκ μέρους σας, ο Κόλιας ανέβηκε σ’ ένα δέντρο κ’ έσκισε το σακάκι του. Μείον δέκα ρούμπλια…Έλλειψη επίσης επίβλεψης εκ μέρους σας, η καμαριέρα έκλεψε τα στιβάλια της Βαρβάρας. Σ’ όλα πρέπει να έχετε το νου σας, γι’ αυτό πληρώνεστε…Μείον πέντε ρούμπλια. Στις δέκα Ιανουαρίου δανειστήκατε δέκα ρούμπλια…

– Δε δανείστηκα…ψιθύρισε η Τζούλια.

– Και όμως το έχω σημειώσει!

– Καλά…Ας είναι…

– Είκοσι επτά ρούμπλια από σαράντα ένα, υπόλοιπο δέκα τέσσερα.

Τα μάτια της Τζούλιας γέμισαν δάκρυα, σταγόνες ιδρώτα παρουσιάστηκαν στο όμορφο , ίσιο μυτάκι της. Δύστυχο κορίτσι!

– Μόνο μια φορά πήρα δανεικά, λέει με τρεμουλιαστή φωνή, τρία ρούμπλια από την κυρία…Όλα κι όλα αυτά δανείστηκα.

– Μπα; Κ’ εγώ που δεν το έχω σημειώσει αυτό! Τρία από δέκα τέσσερα, υπόλοιπο έντεκα. Ιδού, αγαπητή μου, τα λεπτά σας. Τρία…τρία…τρία…ένα και ένα…Ορίστε…

Και της έδωσα έντεκα ρούμπλια. Τα πήρε με τρεμουλιαστά δάχτυλα και τα ’χωσε στην τσέπη της.

– Ευχαριστώ…ψιθύρισε.

Πετάχτηκα ορθός κι άρχισα να πηγαινόρχομαι στο δωμάτιο, οργή με είχε καταλάβει.

– Και γιατί «ευχαριστώ»; ρώτησα.

– Για τα λεπτά…

– Μα εγώ, διάβολε, σας έγδαρα, σας έκλεψα! Εγώ σας λήστεψα! Γιατί το ευχαριστώ;

– Στα άλλα σπίτια, δε μου δίνανε τίποτα…

– Δε σας δίνανε τίποτα. Βέβαια, ευκολονόητο είναι!…Αστειεύτηκα, σας έδωσα ένα σκληρό μάθημα!…Θα σας τα πληρώσω τα ογδόντα ρούμπλια σας! Να, εδώ μέσα είναι, έτοιμα στο φάκελο! Μα είναι δυνατόν, τέτοια αβουλία! Γιατί δε διαμαρτύρεστε; Μπορεί να ζήσει κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο αν δεν τρίξει τα δόντια του; Γίνεται ποτέ να είναι κανείς τόσο κουτορνίθι;

Ένα κακομοιριασμένο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της, όπου μάντευα τη λέξη: «Γίνεται».

Της ζήτησα συγγνώμη για το σκληρό μάθημα και, προς μεγάλη της κατάπληξη, της έδωσα τα ογδόντα της ρούμπλια. Μουρμούρισε κάτι ντροπαλά «ευχαριστώ», κι όσο την παρακολουθούσα εγώ με τα μάτια καθώς έφευγε, συλλογιζόμουν:

«Σ’ αυτόν τον κόσμο, δε σου κοστίζει τίποτα να παρασταίνεις το δυνατό.»

                                                                                             1883

tsehof8
Αντόν Τσέχοφ, Η κυρία με το σκυλάκι και άλλα διηγήματα,
μετάφραση Μέλπως Αξιώτη, Κέδρος 1963
Αντανάκλαση: atexnos