Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Μαρία Κουγιουμτζή: ΕΡΩΣ ΣΩΤΗΡ (Πως σώθηκε η βιβλιοθήκη)

Διήγημα της συγγραφέως για το αφιέρωμα της «Πολιτιστικής Ατζέντας» με τίτλο: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης»
Αποτέλεσμα εικόνας για μαρία κουγιουμτζή
Ο αξιόλογος πολιτιστικός ιστότοπος «Πολιτιστική Ατζέντα», διοργανώνει μια σειρά δημοσιεύσεων σε ζητήματα που αφορούν τη Λογοτεχνία και σαν πρώτο θέμα παρουσιάζεται: «Η Λογοτεχνία στην Ελλάδα της κρίσης».

Όπως αναγράφεται στον ιστότοπο: Ευχαριστούμε τη Θεσσαλονικιά συγγραφέα Μαρία Κουγιουμτζή, που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας και μας έστειλε το αδημοσίευτο διήγημά της με τίτλο «ΕΡΩΣ  ΣΩΤΗΡ (Πως σώθηκε η βιβλιοθήκη)» που δημοσιεύουμε με μεγάλη μας χαρά και τιμή:

ΕΡΩΣ  ΣΩΤΗΡ (Πως σώθηκε η βιβλιοθήκη)

Ο Αντώνης ο επονομαζόμενος Αντώναρος, εξαιτίας της εμφάνισής του, έμοιαζε με πρησμένο γίγαντα, έτρεχε πάνω στην άσφαλτο με την μηχανή του να βρυχάται, το πόδι πάνω στο γκάζι πατημένο στο φουλ λέγοντας μέσα του πως κανένας ρουφιάνος τροχαίος δεν θα είχε τα κότσια να τον σταματήσει. Πράγματι πολλές φορές τον είχαν πλησιάσει για να του κόψουν κλήση όμως μόλις έβλεπαν την διάπλαση και το ύφος του, το έστριβαν.
Περνούσε τις ανηφόρες και τις κατηφόρες χωρίς να κόβει ταχύτητα παρ’ όλο που   άρχισε να ψιλοβρέχει. Αγνοώντας τον κίνδυνο έκανε μερικές σούζες. Ενίσχυε την έξαρσή του η σκέψη πως μεθαύριο θα ήταν γι αυτόν μια ξεχωριστή μέρα, αφού ο ηρωισμός του θα γινόταν φανερός σε όλη την συμμορία. Είχε πάρει την πρωτοβουλία και δήλωσε πως αυτός θα βάλει  τον εκρηκτικό μηχανισμό στην κεντρική βιβλιοθήκη και θ’ ανατινάξει όλα τα κνώδαλα που χαριεντίζονται με τα βιβλία αντί να πιάσουν την πέτρα  και να την λιώσουν. Η πατρίδα κινδυνεύει κι αυτοί με τα μαλακά χεράκια τους σαλιώνουν τις σελίδες των βιβλίων.  Αυτοί τα μαλάκια υποστήριζαν τους αλλόθρησκους και τους αλλόχρωμους.
 Με την συμμορία του, «ένωση πατριωτών», έσπασε κάμποσα κεφάλια, έκαψε περιουσίες, αλλά τώρα τελευταία κατάντησε ρουτίνα, δεν του έδινε πια εκείνη την έξαψη της υπεροχής, την μέθη της επιβολής.  Όλα γίνονταν τόσο εύκολα, σώματα που δεν έφερναν αντίσταση, λύγιζαν, μαλακά, ματωμένα.
Αυτός ο ίδιος πρότεινε να κλείσουν το στόμα των διανοούμενων που υποστήριζαν όλη αυτή την μαυρίλα, τους κάφρους που πλημμύρισαν την χώρα.
Να κάτσουν και να πολεμήσουν στη πατρίδα τους, έλεγε, όπως κάναμε εμείς το εικοσιένα, τι θέλουν εδώ;
 Κι έχεις όλους αυτούς τους χαρτογιακάδες, μωρέ  θα βάλουμε βόμβες και στα Πανεπιστήμια,  να χαϊδολογούν τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και μας να μας πετάνε στα σκουπίδια.
Πέρασε έξω από την βιβλιοθήκη που σε δυο μέρες θα ανατίναζε. Ήταν ένα ωραίο πενταόροφο κτήριο, πορτοκαλί μάρμαρο στην πρόσοψη, τεράστια ξύλινα παράθυρα για να μπαίνει άπλετο το φως, μ’ έναν πανέμορφο κήπο που μέσα στο ψιλόβροχο τα πράσινα φύλλα των δένδρων έφεγγαν ολοκάθαρα και τα παρτέρια των λουλουδιών έλαμπαν. Νέοι και νέες έβγαιναν βιαστικοί ανοίγοντας ομπρέλες ή φορώντας πλαστικές σακούλες στα κεφάλια όσοι δεν είχαν προνοήσει.
 Δες τους, αερικά σκέτα, αύριο θα δείτε πουστράκια, όλα θα γίνουν ερείπια, κι εσείς φρέσκος κιμάς. Καθώς τους χαρακτήρισε πουστράκια, θυμήθηκε την αδερφή του που αγνοώντας την δράση του αλλά γνωρίζοντας τις απόψεις του, τον παρακάλεσε να μιλήσει στον γιο της και ανιψιό του, να τον μυήσει στην αρρενωπότητα, γιατί έδειχνε σημάδια αδερφίστικα. Μη με ανακατεύεις με τέτοια της είπε απότομα, σιχαίνομαι αυτό το μιλέτη.  Ακριβώς γι αυτό είπε εκείνη, θα του μεταδώσεις την απέχθειά σου, να την νιώσει, να καταλάβει πως τον βλέπει ο κόσμος. Απ’ τα πολλά της παρακάλια δέχτηκε. Δεν είχε προσέξει ποτέ ιδιαίτερα το παιδί. Ήταν στα δεκάξι, πρόσωπό που δεν είχε βγάλει  χνούδι,  δέρμα  λείο σαν κοριτσιού,  μάτια  γεμάτα φωτιές και σκιές που καρφώθηκαν πάνω του ειρωνικά, ενώ τα χείλη του φουσκωμένα και κυματιστά προσφέρονταν για άνομα φιλιά. Πουστράκι με τα όλα του. Σκέφτηκε να τον πάρει μαζί του στις εφόδους, να σπάσει μερικά κεφάλια, να γευτεί το αίμα, την αντρίλα, όμως κοίταξε τα μπράτσα του, τόσο λεπτά και ντελικάτα καμωμένα για αγκαλιές, θα λύγιζαν σαν φρέσκα κλαδιά.  Καλύτερα να τον εξευτελίσει, να τον βάλει κάτω και να τον γαμίσει. Να δει πόσα απίδια βάζει ο σάκος. Το παιδί θαρρείς και διάβασε τις σκέψεις του, έκανε ένα βήμα πίσω. Αλλά πιο πολύ τρόμαξε στιγμιαία ο ίδιος καθώς αισθάνθηκε ένα ερέθισμα στο καβάλο.  Χάσου από μπροστά μου του είπε άγρια και ύψωσε το χέρι του για σφαλιάρα. Πριν το παιδί απομακρυνθεί, στράφηκε και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα  που μαρτυρούσε, ή έτσι νόμιζε ο Αντώνης, ότι έπιασε την «στιγμή» του.
Τι διάολο σκέφτηκε, έχουν την ικανότητα να κάνουν μάγια, να έλκουν τους αληθινούς άντρες όπως αυτόν;  Όχι, να τον εξευτελίσει ήθελε μόνο, να τον βάλει κάτω και να τον ξεσκίσει, όμως ο λευκός  λαιμός του ανιψιού, τρυφερός και ζεστός, έγειρε πάνω του, τα ηδονικά χείλη του  ακούμπησαν τα δικά του και το φύλλο του τώρα, ταράχτηκε φανερά. Χωρίς να μπορεί ν’ αντισταθεί στην εικόνα του νέου, τον γύμνωνε κι ανάμεσα στην τιμωρία και την ηδονή έμπαινε βίαια μέσα του και ξαναέμπαινε, ρουφούσε την λευκότητά της πλάτης του, δάγκωνε τα χείλη του ώσπου εκσπερμάτισε πάνω στη μηχανή και κλείνοντας τα μάτια αιωρήθηκε πάνω στο γυμνό σώμα του παιδιού πριν καρφωθεί στον τοίχο ενός βενζινάδικου.

Μαρία Κουγιουμτζή

Η Μαρία Κουγιουμτζή γεννήθηκε το 1945 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Είναι αδελφή του συνθέτη Σταύρου Κουγιουμτζή.

Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά «Η λέξη», «Εντευκτήριο», «Πάροδος», «Πανδώρα», «Παρέμβαση» και «Ένεκεν».

Ποίησή της έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά «Εντευκτήριο» και «Πάροδος».

Το βιβλίο της, «Άγριο βελούδο», τιμήθηκε με τα βραβεία διηγήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (2009) και του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2010).

Πεζογραφία:
  • «Άγριο βελούδο», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2008, 
  • «Γιατί κάνει τόσο κρύο στο δωμάτιό σου;», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2011
  • «Κι αν δεν ξημερώσει;», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2013
ΑντανάκλασηΠολιτιστική Ατζέντα