Το καράβι που ‘χε ξεκινήσει το φθινόπωρο του ‘22 από την Πόλη τελείωνε το ματωμένο του ταξίδι στο Ναύπλιο. Το θλιβερό φορτίο του, ένα τσούρμο ζαρωμένοι από τον φόβο άνθρωποι, νηστικοί και ταλαιπωρημένοι, θύματα ενός άνισου παιχνιδιού με διακύβευμα την ύπαρξή τους. Ηταν όλοι τους «ανταλλάξιμοι». Οταν πάτησαν τα χώματα του Ναυπλίου, η ζωή τους είχε αλλάξει οριστικά σελίδα. Στο εξής θα ήταν οι Τουρκομερίτες. Πρόσφυγες, άνθρωποι που το πετσί τους σφραγίστηκε με τη θυελλώδη περιπέτεια του ξεριζωμού.
«Οσοι είναι για Καλαμάτα από εδώ», ακουγόταν μια φωνή μέσα στην οχλαγωγία. «Για Σπάρτη μπροστά, για Τρίπολη μαζευτείτε δίπλα».
Ανάμεσά τους ένα μικρό παιδί, ο Τάσος Μουκάκης, ο μοναδικός εν ζωή Κωνσταντινουπολίτης στα Προσφυγικά της Τρίπολης, θυμάται τα γεγονότα που σημάδεψαν τη μοίρα της οικογένειάς του και μιλά για τη συλλογή που δημιούργησε με έγγραφα από την ιστορία της προσφυγιάς: οικογενειακά βιβλιάρια, δελτάρια για τη διανομή τροφίμων, βεβαιώσεις εισόδου στη χώρα, φωτογραφίες.«Ο αδελφός μου είχε μια φοβερή μανία να καταγράφει όσα συνέβαιναν γύρω του, ενώ ο Σμυρνιός γαμπρός μου είχε πολλές ιστορίες να μας διηγηθεί», διηγείται στο «Εθνος» ο κ. Μουκάκης, ο οποίος κουβαλά στις πλάτες του 91 έτη ζωής. «Επηρεασμένος από αυτά ξεκίνησα να συλλέγω υλικό για τη Μικρασία. Εμπαινα στα σπίτια των προσφύγων και τους ζητούσα να μου δώσουν ό,τι είχαν. Ημουν έτοιμος να ακούσω τις αναμνήσεις τους. Οι περισσότεροι έδειξαν δυσπιστία. «Είσαι καλά;», με ρωτούσαν. «Θα γράψεις εσύ την ιστορία της Μικρασίας;» Αρκετοί, όμως, ανταποκρίθηκαν με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν ντοκουμέντα που χρονολογούνται από το 1914», εξηγεί.
Ηταν 3 ετών όταν μαζί με την οικογένειά του εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη.
«Για μήνες ολόκληρους 50 οικογένειες ζούσαμε σε άθλιες συνθήκες, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλον», θυμάται ο κ. Μουκάκης με τη συγκίνηση να νοτίζει τα μάτια του. «Κάποιοι έμεναν στο 2ο Δημοτικό, μερικές οικογένειες σε πισσοβάρελα στην πλατεία Κολοκοτρώνη, άλλοι σε τσίγκινες παράγκες στο ταχυδρομείο της Τρίπολης. Τρεφόμαστε με το συσσίτιο που μας μοίραζαν. Φασόλια, φακές, πλιγούρι. Επειδή, όμως, οι γυναίκες μας ήταν πρώτες μαγείρισσες, πήγαιναν στον κυρ-Σωτήρο που έφτιαχνε λουκάνικα στην οδό Πλαπούτα, έπαιρναν τα κόκαλα που περίσσευαν από τα χοιρινά και έφτιαχναν ένα πλιγούρι σκέτο γαλατομπούρεκο!», λέει γελώντας. Οι πρόσφυγες, ζυμωμένοι με τον πολιτισμό και έχοντας αφήσει πίσω τους αξιόλογες περιουσίες, πέθαιναν πλέον στους πρόχειρους καταυλισμούς από τον δάγκειο πυρετό και την πείνα.
«Ηταν, όμως, έντιμοι, δραστήριοι και εργατικοί άνθρωποι», ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του ο κ. Μουκάκης με συναισθηματική φόρτιση. «Κάπως έτσι εντάχθηκαν στην κοινωνία της Τρίπολης παρά την αρχική δυσπιστία των ντόπιων που τους χλεύαζαν ως «τουρκόσπορους». Πολλοί προόδευσαν. Ανάμεσά τους ο Καραγιάννης των Κάπα Στούντιο, ένα γειτονόπουλο με το οποίο μεγαλώσαμε στα διπλανά σπίτια. Τον θυμάμαι όταν ξεκίνησε -παιδί ακόμη- να κόβει εισιτήρια στις πόρτες του κινηματογράφου της Τρίπολης και τελικά κατάφερε να φτάσει τόσο ψηλά...».
Ο κ. Μουκάκης εργάστηκε ως ράφτης, ενώ αφοσιώθηκε για δεκαετίες στην τοπική ομάδα των προσφύγων, την ΑΕΚ, ως διαιτητής και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της. «Ημουν καλός μαθητής και ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω το σχολείο, όμως ήμουν φτωχός και οι γονείς μου το απαγόρευσαν», λέει με παράπονο.
Δεν έχασε, όμως, ποτέ την αγωνιστικότητά του. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ γλίτωσε την τελευταία στιγμή από το εκτελεστικό απόσπασμα. Οπλισμένος με υπερηφάνεια και με ένα βλέμμα γαντζωμένο απ’ τη ζωή, εξακολουθεί να επιστρατεύει το χιούμορ σε μια ηλικία κατά την οποία οι περισσότεροι έχουν παραιτηθεί.
Το ταξίδι-όνειρο ζωής
«Βρήκαμε τη γειτονιά, όχι το σπίτι μου»
Ονειρο ζωής που πραγματοποιήθηκε πριν από πέντε χρόνια ήταν η επίσκεψη του κ. Μουκάκη στα πατρογονικά εδάφη της Πόλης. «Οταν πήγαμε με τα ΚΑΠΗ ζήτησα από την ξεναγό να βρούμε το σπίτι μου. Δεν το βρήκαμε, ανακαλύψαμε όμως τη γειτονιά μου, τον Αγιο Ιωάννη, που σήμερα αποτελεί την αριστοκρατική συνοικία Μπεσίκτας, με δασύλλιο και τη βίλα της Τσιλέρ. Ηταν απίστευτο το συναίσθημα», λέει.
Οσο για το σήμερα, επιστρατεύει έναν πικρόχολο αστεϊσμό που συνοδεύει αδιαλείπτως τις διηγήσεις του: «Δεν ζητώ τίποτα», λέει. «Ούτε να μου αυξήσουν τη σύνταξη, είναι πολλή άλλωστε και περισσεύει, δίνω και στον Μπράτιμο να περάσουν», σημειώνει αναφερόμενος σε μία επιφανή οικογένεια της Τρίπολης...
Από: www.ethnos.gr
Ηταν 3 ετών όταν μαζί με την οικογένειά του εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη.
«Για μήνες ολόκληρους 50 οικογένειες ζούσαμε σε άθλιες συνθήκες, στοιβαγμένοι ο ένας επάνω στον άλλον», θυμάται ο κ. Μουκάκης με τη συγκίνηση να νοτίζει τα μάτια του. «Κάποιοι έμεναν στο 2ο Δημοτικό, μερικές οικογένειες σε πισσοβάρελα στην πλατεία Κολοκοτρώνη, άλλοι σε τσίγκινες παράγκες στο ταχυδρομείο της Τρίπολης. Τρεφόμαστε με το συσσίτιο που μας μοίραζαν. Φασόλια, φακές, πλιγούρι. Επειδή, όμως, οι γυναίκες μας ήταν πρώτες μαγείρισσες, πήγαιναν στον κυρ-Σωτήρο που έφτιαχνε λουκάνικα στην οδό Πλαπούτα, έπαιρναν τα κόκαλα που περίσσευαν από τα χοιρινά και έφτιαχναν ένα πλιγούρι σκέτο γαλατομπούρεκο!», λέει γελώντας. Οι πρόσφυγες, ζυμωμένοι με τον πολιτισμό και έχοντας αφήσει πίσω τους αξιόλογες περιουσίες, πέθαιναν πλέον στους πρόχειρους καταυλισμούς από τον δάγκειο πυρετό και την πείνα.
«Ηταν, όμως, έντιμοι, δραστήριοι και εργατικοί άνθρωποι», ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του ο κ. Μουκάκης με συναισθηματική φόρτιση. «Κάπως έτσι εντάχθηκαν στην κοινωνία της Τρίπολης παρά την αρχική δυσπιστία των ντόπιων που τους χλεύαζαν ως «τουρκόσπορους». Πολλοί προόδευσαν. Ανάμεσά τους ο Καραγιάννης των Κάπα Στούντιο, ένα γειτονόπουλο με το οποίο μεγαλώσαμε στα διπλανά σπίτια. Τον θυμάμαι όταν ξεκίνησε -παιδί ακόμη- να κόβει εισιτήρια στις πόρτες του κινηματογράφου της Τρίπολης και τελικά κατάφερε να φτάσει τόσο ψηλά...».
Ο κ. Μουκάκης εργάστηκε ως ράφτης, ενώ αφοσιώθηκε για δεκαετίες στην τοπική ομάδα των προσφύγων, την ΑΕΚ, ως διαιτητής και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της. «Ημουν καλός μαθητής και ήθελα πάρα πολύ να συνεχίσω το σχολείο, όμως ήμουν φτωχός και οι γονείς μου το απαγόρευσαν», λέει με παράπονο.
Δεν έχασε, όμως, ποτέ την αγωνιστικότητά του. Οργανώθηκε στο ΕΑΜ, πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ γλίτωσε την τελευταία στιγμή από το εκτελεστικό απόσπασμα. Οπλισμένος με υπερηφάνεια και με ένα βλέμμα γαντζωμένο απ’ τη ζωή, εξακολουθεί να επιστρατεύει το χιούμορ σε μια ηλικία κατά την οποία οι περισσότεροι έχουν παραιτηθεί.
Το ταξίδι-όνειρο ζωής
«Βρήκαμε τη γειτονιά, όχι το σπίτι μου»
Ονειρο ζωής που πραγματοποιήθηκε πριν από πέντε χρόνια ήταν η επίσκεψη του κ. Μουκάκη στα πατρογονικά εδάφη της Πόλης. «Οταν πήγαμε με τα ΚΑΠΗ ζήτησα από την ξεναγό να βρούμε το σπίτι μου. Δεν το βρήκαμε, ανακαλύψαμε όμως τη γειτονιά μου, τον Αγιο Ιωάννη, που σήμερα αποτελεί την αριστοκρατική συνοικία Μπεσίκτας, με δασύλλιο και τη βίλα της Τσιλέρ. Ηταν απίστευτο το συναίσθημα», λέει.
Οσο για το σήμερα, επιστρατεύει έναν πικρόχολο αστεϊσμό που συνοδεύει αδιαλείπτως τις διηγήσεις του: «Δεν ζητώ τίποτα», λέει. «Ούτε να μου αυξήσουν τη σύνταξη, είναι πολλή άλλωστε και περισσεύει, δίνω και στον Μπράτιμο να περάσουν», σημειώνει αναφερόμενος σε μία επιφανή οικογένεια της Τρίπολης...
Από: www.ethnos.gr
