Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

Οβριόκαστρο Κερατέας

Οβριόκαστρο Κερατέας
Από: antixyta.blogspot.com
Το Οβριόκαστρο (όνομα προσδιοριστικό στην Ελλάδα των μακροχρόνια εγκαταλελειμμένων φρουρίων) βρίσκεται σε υψόμετρο 315 μέτρων πάνω σε ένα ύψωμα της απόληξης των λόφων της Λαυρεωτικής. Την κοιλάδα από κάτω του που έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους στην καθημαγμένη Αττική, διαρρέει ένας χείμαρρος. Η θέα από το οχυρό είναι ένα εκτενές πανόραμα καθώς περιλαμβάνει όλη σχεδόν την έκταση μέχρι την Ανάβυσσο, τον Σαρωνικό, πολύ μεγάλο μέρος των Μεσογείων και το νότιο Ευβοϊκό. Ο λόφος δεσπόζει του χώρου και παρουσιάζει χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας.

Το χώρο αυτό επέλεξε η Ελληνική Πολιτεία για να στεγάσει τις δραστηριότητες ενός ΧΥΤΑ. Σε μια περιοχή όπου έχει ανευρεθεί ο Κούρος της Κερατέας (από πεντελικό μάρμαρο του 6ου πχ αιώνα, φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) και υπάρχουν ίχνη προϊστορικής δραστηριότητας και μετέπειτα εγκατάστασης, το Ελληνικό Κράτος αποφάσισε να επεξεργαστεί απορρίμματα χωρίς καν να προηγηθεί συστηματική επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα του χώρου και της ευρύτερης περιοχής.
Η περιοχή του Οβριοκάστρου αποτελεί ένα μάλλον μικρής σημασίας αρχαιολογικό χώρο συγκρινόμενο με τους εκπληκτικούς θησαυρούς που κοσμούν την Αττική. Υπάρχουν όμως ενδείξεις της πρώτης προϊστορικής συγκομιδής μεταλλευμάτων και η περιοχή της ανατολικής Αττικής και των Μεσογείων έχει φέρει στο φως πραγματικά σπουδαία ευρήματα όπως το πρώτοελλαδικό νεκροταφείο στο Τσέπι και των μεσοελλαδικων τύμβων στο Βρανά στο Μαραθώνα (και όχι μόνο).
Υποβαθμίζεται περαιτέρω η περιοχή, ολοκληρώνοντας την τραγική τσιμεντοποίηση της, με ένα Χώρο Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων που θα εγκατασταθεί:
* σε άμεση γειτνίαση με ένα χώρο που έχει χαρακτηριστεί ως «A ζώνη απολύτου προστασίας»σύμφωνα με την Β Εφορία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων και παρά την έντονη αντίθεση του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων
* σε μια περιοχή που έχει χαρακτηριστεί ως «Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους», ενώ στο κέντρο του επιλεγμένου χώρου υπάρχει πηγή και υδατόρευμα
- η εξαιρετικά δαπανηρή τεχνολογία βιοξήρανσης, την αντίθεση στην οποία έχουν εκφράσει 4 από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές οργανώσεις της χώρας, η Οικολογική Εταιρεία Ανακύκλωσης, Greenpeace, Μεσόγειος SOS και WWF Ελλάς καθώς:
- δεν χρησιμοποιεί διαλογή στην πηγή των οικιακών οργανικών απορριμμάτων με ξεχωριστό κάδο αλλά την σύμμεικτη επεξεργασία τους
- δεν ευνοεί την ανακύκλωση
- δεν επιλύει το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων της Αττικής (ημίμετρο)
- χρησιμοποιεί μονάδες θερμικής επεξεργασίας (καύσης, πυρόλυσης ή αεριοποίησης) επιζήμιες για το περιβάλλον η οποίες θα μπορούσαν να αποφευχθούν
- έχει πολύ υψηλό επενδυτικό και λειτουργικό κόστος (συγκριτικά με ανακύκλωση – κομποστοποίηση – ΧΥΤΥ).
Για μια ακόμη φορά η Ελληνική Πολιτεία κινείται σπασμωδικά χωρίς συνεκτικό σχέδιο, που να περιλαμβάνει βασικές και παράπλευρες δραστηριότητες και σταθερές του χώρου εγκατάστασης ενός τέτοιου έργου, με βασικό επιχείρημα αυτό της απορρόφησης κονδυλίων, για ένα τρόπο αντιμετώπισης των απορριμμάτων που ήδη το 2012 θα είναι ξεπερασμένος. Και η σιωπή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (τηλεόραση) είναι εκκωφαντική.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι στην περιβαλλοντικά ερημωμένη Αττική ελάχιστοι ελεύθεροι χώροι υπάρχουν, αναρωτιέται όμως κανείς, πέρα από τις σοβαρότατες ενστάσεις των Οικολογικών Οργανώσεων αν εξαντλήθηκαν όλοι οι διαθέσιμοι χώροι προτού αποφασιστεί η γειτνίαση ενός εργοστασίου σκουπιδιών με ένα αρχαιολογικό χώρο (για τον οποίο ανεξάρτητα αν έχει τη σπουδαιότητα της Ακρόπολης ή όχι οι κάτοικοι της Κερατέας έχουν κάθε δικαίωμα να είναι υπερήφανοι).
Στην νότια πλευρά του λόφου οι αρχαιολόγοι Εύαγγελος και Όλγα Κακαβογιάννη (1997) εντόπισαν όστρακα προϊστορικών αγγείων και θραύσματα εργαλείων, λεπίδες και αιχμές βέλων από οψιανό, τα οποία φυλάσσονται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λαυρίου. Τα αγγεία ανήκουν στην Τελική Νεολιθική (3.500-3.000πχ), Πρωτοελλαδική (3.000-2.800πχ) και Μεσοελλαδικη (2.000-1.600πχ) περίοδο.
Στην ίδια πλαγιά ανακαλύφθηκαν επίσης δύο ορύγματα που είναι πιθανότατα στόμια μικρών υπόγειων μεταλλευτικών στοών. Στην περίπτωση που η εν λόγω υπόθεση επιβεβαιωθεί θα πρόκειται για δύο από τα αρχαιότερα μεταλλευτικά έργα. Το μικρό πλήθος των ευρημάτων καθιστά πιθανή την περιστασιακή χρήση του χώρου. Συνδυάζοντας τα παραπάνω με το γεγονός ότι στην περιοχή υπάρχουν μεταλλευτικά κοιτάσματα καθίσταται πιθανή η υπόθεση της πρώτης χρήσης (Νεολιθική Περίοδος) του χώρου για την ανακομιδή μεταλλευμάτων.
Το φρούριο, που δεν έχει ανασκαφεί εκτενώς και φθείρεται από την εγκατάλειψη, στεφανώνει την κορυφή του λόφου και είναι κτισμένο με ακανόνιστους πλακοειδείς λίθους διαφόρων μεγεθών από τον διαθέσιμο ασβεστόλιθο της περιοχής, με τη μέθοδο της ξερολιθιάς χωρίς συνδετικό υλικό και γεμισμένους με λάσπη (η οποία σήμερα έχει ξεπλυθεί). Σήμερα διασώζεται μόνο το κάτω επίπεδο του τοίχους, μέχρι του ύψους του 1μ χωρίς να είναι εμφανές σε πολλά σημεία το μέτωπό του. Στην ανατολική του πλευρά βρίσκονται σχεδόν εντελώς κατεστραμμένοι 2 προμαχώνες. Tα κτίρια σωριάζονται σε σωρούς.
Ο κύριος περίβολος είναι ωοειδούς σχήματος, διαστάσεων 120μ x 70μ, περιμέτρου 300 μ περίπου και πάχους 1,6 περίπου μέτρων. Στη δυτική πλευρά του (τη μοναδική προσβάσιμη) υπάρχει και εξωτερικός αμυντικός περίβολος πάχους 1 περίπου μέτρου, περιμέτρου 270μ. Το πάχος του τείχους είναι εξαιρετικά λεπτό και εξ αυτού συνάγεται η απουσία περιδρόμου (ελάχιστο πάχος 2,2μ όπου έχει βεβαιωθεί περίδρομος μέχρι σήμερα). Οι πύλες και των δύο περιβόλων βρίσκονταν στη βορειοδυτική πλευρά ενώ αυτή του κυρίου περιβόλου είχε πλάτος 2,1μ και προστατευόταν από 2 ορθογώνιους πύργους πλάτους 3,5μ.
Στο εσωτερικό του φρουρίου υπάρχουν πολυάριθμα κτίρια, τοποθετημένα ακανόνιστα, χωρίς σχέδιο ακολουθώντας την μορφολογία του εδάφους. Πολλά από τα κτίρια εφάπτονται του τείχους ενισχύοντας την οχύρωση χρησιμεύοντας πιθανώς και ως περίδρομος. Το ύψος του τείχους μπορεί να υπολογιστεί στα 4,5 μ περίπου. Τα κτίρια ήταν μονόχωρα μάλλον ορθογωνικά εκτός από 2, το πρώτο με πολλά δωμάτια κοντά στην πύλη και ένα δεύτερο να εφάπτεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του τείχους. Ο πληθυσμός του χώρου χρησιμοποιώντας υποθέσεις σχετικές με τη δόμηση του εσωτερικού μπορεί να ανερχόταν στα 150 άτομα. Ο εξωτερικός περίβολος είναι πιθανό να στέγαζε κτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Στον περιτειχισμένο χώρο εντοπίστηκαν σποραδικά θραύσματα αγγείων και τεμάχια κεραμιδιών των τελευταίων Ελληνιστικών ή των πρώτων Ρωμαϊκών χρόνων.
Το Οβριόκαστρο δεν έχει αφήσει κανένα ίχνος στην Αρχαία ελληνική γραμματεία ενώ πρώτη φορά αναφέρεται από τον περιηγητή William Martin Leak στις αρχές του 19ου αιώνα. Η χρήση του οχυρού δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια μέχρι σήμερα.
Πιθανόν το φρούριο να κατασκευάστηκε από τους Αθηναίους κατά το Χρεμωνίδειο πόλεμο (267πχ).
Πιθανότερη είναι η κατασκευή του κατά τον 2οπχ αιώνα από τους εξεγερμένους δούλους του Λαυρίου που κατείχαν το οχυρό του Σουνίου και λεηλατούσαν την Αττική για 4 περίπου χρόνια. Το Οβριόκαστρο σύμφωνα με αυτή την υπόθεση θα κατασκευάστηκε προκειμένου ως πρόχωμα να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις των δούλων ελέγχοντας την κύρια χερσαία οδό που οδηγούσε από την Αθήνα στο λιμάνι του Θορικού και το Σούνιο.
Άλλες προσεγγίσεις τοποθετούν την κατασκευή του Οβριοκάστρου κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και την χρήση του ως τόπο οργανωμένης εγκατάστασης βοσκών.
Τον πραγματικό χαρακτήρα του οικισμού μπορεί να καταδείξει μόνο μια συστηματικά οργανωμένη ανασκαφή.