Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ο λαός των νομιμοφρόνων

Από: mallon-akindynos.blogspot.com
Με το μύθο της λαϊκής συναίνεσης, που καλλιέργησαν συστηματικά και μεθοδευμένα πολιτικά κόμματα, ΜΜΕ και κατά παραγγελία δημοσκοπήσεις, να εμφανίζει φαινόμενα κατάρρευσης, η αστική τάξη παίζει κυριολεκτικά τα ρέστα της. Κι όπως πάντα, είναι διατεθειμένη να κυνηγήσει κουνούπια με... καραμπίνα. Κωμική σε βαθμό επικινδυνότητας, η εξουσία ανασσύρει όπως-όπως και εντελώς άγαρμπα από τις κάσες και τις αραχνιασμένες ντουλάπες όλα τα προπαγανδιστικά όπλα της και την πατροπαράδοτη μαζική καταστολή. Κι αν τα εργασιακά δικαιώματα γύρισαν στο 1950, ο πολιτικός λόγος επιστρέφει στο μεσοπόλεμο, επί εποχής του «λαού των νομιμοφρόνων». Κι όπως λέει η παροιμία: το χρήμα και ο έρωτας δεν κρύβονται. Ειδικά οι αστικοί γεροντοέρωτες με τις ολιγαρχίες.
Η άρχουσα τάξη ουδέποτε διακρινόταν για την πολιτική και ιδεολογική της εμβρύθεια. Άλλωστε, όταν κατέχεις πάγια την εξουσία, δε χρειάζεσαι ιδιαίτερη αναζήτηση και ανάλυση. Αρκεί η αποτελεσματική διαχείριση και διατήρηση του status σου. Κι αν η αστική δημοκρατία τής προκαλεί πού και πού κανένα εμπόδιο, δε χρειάζεται να κοπιάζει ιδιαίτερα.
Πρωτίστως επιχειρεί να απονομιμοποιήσει τη διαφορετική άποψη και -αν δεν τα καταφέρει- στη συνέχεια να την εξαφανίσει. Έτσι περνάει από τις φάσεις της επικοινωνιακής διαχείρισης, στην καταστολή και τελικά στην ολιγαρχία και το φασισμό. Στη χώρα μας η ιστορία είναι πλούσια ανάλογων παραδειγμάτων και επαναλαμβανόμενων τακτικών εξουσιαστικής επιβολής. Από τον περίφημο «λαό των νομιμοφρόνων», ιδεολόγημα με το οποίο οι αντιβενιζελικοί φιλομοναρχικοί επιχειρούσαν να απονομιμοποιήσουν τους ενδοταξικούς τους αντιπάλους, έως την υπερπενηντάχρονη μαύρη περίοδο της «εθνικοφροσύνης» που εκτόπισε αποτελεσματικά σχεδόν το ένα τέταρτο του ελληνικού λαού με την ταμπέλα του προδότη.
Τους τελευταίους μήνες φαίνεται πως το αστικό καθεστώς καίει τις τελευταίες του εφεδρίες. Κατά συνέπεια είναι διατεθημένο να γίνει επικινδυνότερο και επιθετικότερο από ποτέ. Κι αυτό διότι πάντα οι εφεδρίες σε αυτές τις περιστάσεις περιλαμβάνουν τις ψευδονομιμοποιημένες απολυταρχικές τακτικές και τη δημιουργία εσωτερικού εχθρού. Ένας κόσμος που όλοι οι Έλληνες ήθελαν να ξεχάσουν, εκείνος της νομιμοφροσύνης και της εθνικοφροσύνης, ξαναγεννιέται από τις στάχτες του με μεταμοντέρνο προσωπείο και τη σφραγίδα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Τα κομμάτια του παζλ δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αναζητηθούν και να συναρμολογηθούν:
  • Μεταβολή του δόγματος «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» σε «ό,τι είναι ανήθικο είναι και νόμιμο». Επιλέγοντας να προφυλάξει τα μεγάλα συμφέροντα, τα οποία προφανώς υπηρετεί από την πρώτη κι όλας ημέρα, η κυβέρνηση επιχειρεί να ποινικοποιήσει τις λαϊκές αντιδράσεις και το κοινωνικό δίκαιο. Ο καλός πολίτης είναι ο τυφλά νομιμόφρων, κατά την μοναρχική παράδοση της χώρας μας.
  • Στρατιωτικοποίηση των δυνάμεων τάξης και παράλληλα προετοιμασία για στρατιωτική αντιμετώπιση των κινημάτων (αναταραχών και ανταρσιών κατά την κυβερνητική ρητορία). Επιστροφή στην παράδοση των στρατιωτικών κινημάτων, που συγκροτούνται και συντονίζονται ουκ ολίγες φορές από την ίδια την πολιτειακή ηγεσία της χώρας.
  • Ποινικοποίηση των ιδεών και των προθέσεων, όπως τις ορίζει η κυβερνητική ολιγαρχία. Το παράδειγμα της Μάγιερ είναι ενδεικτικό των προθέσεων της τρίτης εξουσίας (δικαστική), πάλι στα χνάρια του νομικού παρελθόντος της χώρας σε ό,τι αφορά τις πεποιθήσεις. Ο χαρακτηρισμός «πολιτικοί κρατούμενοι» των φυλακισμένων υπόπτων για τρομοκρατία, από ολοένα και περισσότερο κόσμο, δεν είναι πλέον υπερβολικός.
  • Προσφυγή στις ακροδεξιές εφεδρείες και ταυτόχρονη συκοφάντηση με αστικοδημοκρατικούς όρους της θεσμικής Αριστεράς. Ο υπουργός δημόσιας τάξης (σ.σ. «προστασίας του πολίτη» κατά τον νεοπασοκικό οργουελιανισμό) συνεννοείται με την Χρυσή Αυγή και ταυτόχρονα κατηγορεί για «επιχείρηση αίματος» το Σύριζα. Η πλέον αδύναμη κοινωνική ομάδα, αυτή των μεταναστών, γίνεται έρμαιο κοινωνικών αυτοματισμών με κυβερνητική επιλογή, πηγαίνοντας αυτή τη φορά ένα βήμα παραπέρα, καθώς πρόκειται για παράδοση της... ναζιστικής Γερμανίας.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η σημερινή κατάσταση αποτελεί ένα είδος ωρίμανσης της αστικής αντεπίθεσης που έδειξε το αληθινό της πρόσωπο το Δεκέμβρη του 2008, καθώς η πορεία προς το ΔΝΤ και η μετάβαση της εξουσίας από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι υπερβολή να θεωρηθεί συνέχεια και κλιμάκωση του ταξικού αγώνα χαρακωμάτων σε έναν κύκλο μεταπολιτευτικής συστημικής κρίσης με εκκίνηση την κατάρρευση του σημιτισμού το 2004.

 

Το ιδεολόγημα της αστικής νομιμοφροσύνης

Το ότι η εξουσία έχει και το καρπούζι και το μαχαίρι είναι γνωστό. Το ότι οι νόμοι σχεδιάζονται προκειμένου να εξυπηρετήσουν την άρχουσα τάξη είναι επίσης γνωστό (Siemens, Βατοπέδι, υποβρύχια, Ολυμπιάδα, μεγάλα έργα, ΣΔΙΤ κ.λπ. κ.λπ.). Το ότι η δικαιοσύνη -και λόγω όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και εκ του ρόλου της- έχει πέρα για πέρα ταξικό χαρακτήρα, είναι δεδομένο. Το ότι η κυβέρνηση έχει νομοθετήσει τις μειώσεις μισθών, την ελαστικοποίηση των εργασικών σχέσεων, τις αυξήσεις των έμμεσων φόρων, τον εκμηδενισμό επιδομάτων, την ελαχιστοποίηση των δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες όπως παιδεία, υγεία και μεταφορές, είναι κι αυτά γνωστά και χιλιοειπωμένα.
Δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση στην εξόφθαλμη αδικία και υποκρισία του συστήματος που επικαλείται τη νομιμότητα, την οποία το ίδιο ορίζει, προκειμένου να ενοχοποιήσει τις λαϊκές αντιδράσεις και κινητοποιήσεις. Επίσης δεν υπάρχει λόγος προσφυγής στο λαϊκισμό του ισοζυγίου ανομίας μεταξύ εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων. Είναι προτιμότερο να σταθούμε στη νομιμοφροσύνη αυτή καθεαυτή ως εργαλείο και -το κυριότερο- από ποιον χρησιμοποιείται.
Oι εφεδρίες της εξουσίας εξαντλούνται με γεωμετρικό ρυθμό, οπότε είναι απολύτως αναμενόμενη η προσφυγή στην καταστολή, τη συκοφάντηση και τα ανούσια ιδεολογήματα. Τι κάνει λοιπόν η κυβέρνηση; Επικαλείται τη νομιμότητα, γιατί βέβαια δεν μπορεί να επικαλεστεί ανοικτά την πραγματική ιδεολογία και τις πολιτικές επιλογές της και συνεπώς να εκτεθεί. Τα κόμματα όμως δεν είναι ομάδες περιφρούρησης της νομιμότητας (υπάρχουν άλλοι θεσμοί γι’ αυτό), αλλά ζωντανοί οργανισμοί παραγωγής πολιτικού λόγου και πράξης. Εν τέλει δηλαδή δημιουργίας νέας νομολογίας. Επί παραδείγματι, αυτό που πολύ εύγλωττα και άκρως πολιτικά επισημαίνει το ΚΚΕ, ότι στο παρόν καθεστώς ο νόμος είναι αστικός, άρα τον πολεμάω. Δεν υπάρχει καμία απολύτως αντίφαση σε αυτό. Αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε το κομμουνιστικό κόμμα θα ήταν εντελώς εκτεθειμένο απέναντι στα θεμέλια της ιδεολογίας του. Στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού, το κόμμα μπορεί να συνεχίζει να λειτουργεί θεσμικά, έχοντας παράλληλα ως πολιτικό στόχο την ανατροπή της αστικής τάξης, άρα και όλου το νομοθετικού επικοδομήματός της (σ.σ. δεν κρίνω αν και κατά πόσο το καταφέρνει στην πράξη). Αντιθέτως, υποκριτική είναι η στάση εκείνων που επικαλούνται: (α) την ακλόνητη νομιμοφροσύνη σε ένα εκ των πραγμάτων ρευστό και καθοριζόμενο από την εξουσία νομικό καθεστώς και βέβαια (β) όσους νόμους τους βολεύουν. Με λίγα λόγια η ίδια η νομιμοφροσύνη δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, από τη στιγμή που οι νόμοι είναι ρευστοί και αλλάζουν από μέρα σε μέρα, αποτελώντας τα κύρια εργαλεία εφαρμογής συγκεκριμένης (κυβερνητικής)πολιτικής. Αναλογιστείτε για παράδειγμα τη στάση του Καρατζαφέρη, σε περίπτωση που η κυβέρνηση αποφάσιζε να νομιμοποιήσει (με φαρδιά πλατιά την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας) όλους τους παράνομους μετανάστες εν μία νυκτί, κάτι που ζητά παραδοσιακά η Αριστερά. Τυπικά, θα έπρεπε να συνταχθεί ως νομιμόφρων πολίτης και ηγέτης ενός κόμματος που επικαλείται τη νομιμοφροσύνη ως ανώτατη αξία.

 

Η τάξη των νομιμοφρόνων

Το χαρτί της νομιμοφροσύνης το πέταξε στο τραπέζι η κυβέρνηση, με μεγάλη ένταση, τις ημέρες που οι απεργοί πείνας βρήκαν καταφύγιο στη Νομική Σχολή Αθηνών. Η δεξιά πτέρυγα της βουλής το άρπαξε με ενθουσιασμό, όπως λίγες ημέρες πριν το χαρτί του εθνικισμού και ρατσισμού που επίσης αποφάσισε το ΠΑΣΟΚ να χρησιμοποιήσει ως έσχατο μέσο πυροδότησης κοινωνικών αυτοματισμών. Ο μεν Καρατζαφέρης χρησιμοποιεί παραδοσιακά τη νομιμότητα ως πολιτικό χαρακτηριστικό του κόμματός του, αποκαλύπτοντας πόσο τυχάρπαστος και βέβαια τυχοδιώκτης είναι και αυτός και όλη η κουστωδία του. Η δε Νέα Δημοκρατία βρίσκει τη μοναδική ευκαιρία να ξεκλέψει λίγα λεπτά δόξας (μέσα στην απόλυτη ανυποληψία όπου έχει περιπέσει), καθώς ουδέποτε έπαψε να αποτελεί τον κατεξοχήν εκφραστή της εθνικοφροσύνης και της αστικής νομιμότητας. Στην πραγματικότητα, όλοι εξυπηρετούνται από τους συγκεκριμένους νόμους που επικαλείται η κυβέρνηση (π.χ. παράνομοι μετανάστες, καταλήψεις πανεπιστημιακών κτιρίων) και κάνουν παιχνίδι. Ουδείς βέβαια ασχολείται με τη μαύρη εργασία και τις ευθύνες των εργοδοτών τους, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα, που επιπλέον εμπίπτει στο αποπροσανατολιστικό ισοζύγιο ανομίας.

Επόμενο βήμα του ΠΑΣΟΚ η επιστροφή των "δηλώσεων νομιμοφροσύνης" που έπρεπε κάποτε να υπογράφουν οι υποψήφιοι δημόσοι υπάλληλοι;
Λίγες ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση από μόνη της αποδεικνύει πόσο βλακώδες είναι το παιχνίδι της νομιμοφροσύνης, επιχειρώντας να το επεκτείνει και στο διογκούμενο κίνημα «Δεν πληρώνω» που πλέον απειλεί ανοικτά ότι θα κάνει στάση πληρωμών και στα ΜΜΜ. Εκεί λοιπόν που ο νόμος είναι «ελλιπής» για τη διασφάλιση των συμφερόντων της αστικής τάξης και των εργολάβων που το χρηματοδοτούν, το ΠΑΣΟΚ επιλέγει να ποινικοποιήσει το κίνημα πολύ απλά αλλάζοντας το νόμο. Κανένα πρόβλημα βέβαια ούτε για τη Νέα Δημοκρατία, ούτε για τους σαλτιμπάγκους του Καρατζαφέρη, που παραμένουν συντεταγμένοι σαν τους φαντάρους πίσω από τις προσχηματικές επικλήσεις της νομιμότητας, ακόμη κι εκεί που νόμος δεν υπάρχει (ακόμη). Κι όμως. Παρά τον εξοργιστικό παραλογισμό, το τρίο της αστικής εξουσίας (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛαΟΣ), και από δίπλα τα νεογέννητα βλαστάρια της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας (ΔηΑρ, ΔηΣυ), εμμένουν στη γραμμή της νομιμότητας-λάστιχο.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να επισημάνουμε έναν εξαιρετικά ύποπτο όρο που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο προσχέδιο του νόμου, ο οποίος καθιστά την άρνηση πληρωμής (ιδιωτικών) διοδίων σε παράβαση του Κ.Ο.Κ. Εκεί λοιπόν ο νομοθέτης ορίζει ότι «η με οποιοδήποτε τρόπο άρνηση ή αποφυγή πληρωμής διοδίων τελών σε αυτοκινητόδρομους, οδούς ταχείας κυκλοφορίας, σήραγγες και γέφυρεςσυνιστά αποκλίνουσα συμπεριφορά»*. Επειδή ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, η κυβέρνηση αποφάσισε να απονομιμοποιήσει το κίνημα των διοδίων με... ψυχολογικούς όρους. Θυμηθείτε την αρχική γραμμή υπεράσπισης του δολοφόνου Κορκονέα από το συνήγορό του, ο οποίος επικαλέστηκε τον όρο «αποκλίνουσα συμπεριφορά» για να χαρακτηρίσει το θύμα. Πρόκειται για μία κατεξοχήν δεξιά ρητορική ορισμού του κοινωνικά αποδεκτού, με βάση το τι επιβάλλει η εξουσία να θεωρείται «νορμάλ», και η οποία τείνει να γίνει πλέον συνήθεια στους «σοσιαλιστές» κυβερνητικούς βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Κατά συνέπεια, ίσως θα πρέπει να αναμένουμε, ότι ανάμεσα στο νέο οπλισμό που θα αποκτήσουν οι δυνάμεις καταστολής θα περιλαμβάνεται και ο ζουρλομανδύας.

Εντολοδόχοι προπαγανδιστές της νομιμοφροσύνης

Η επίκληση της νομιμοφροσύνης αποτελεί μία κατεξοχήν ευκαιρία για την ανάπτυξη εύπεπτης προπαγάνδας δια του τσουβαλιάσματος. Ο βιαστής, ο έμπορος ναρκωτικών κι ο διαρρήκτης, είναι το ίδιο (αν και όχι εξίσου) παράνομος με τον καταληψία, τον απεργό (με δεδομένη τη δικαστική βιομηχανία ποινικοποίησης των απεργιακών αγώνων) και τον ακτιβιστή και ως τέτοιοι μπορούν να θεωρούνται εχθροί της φιλήσυχης κοινωνίας. Ομολογουμένως μία αφελέστατη επιχειρηματολογία που όμως βρίσκει πρόσφορο έδαφος τόσο στους κυβερνητικούς κύκλους, όσο όμως και στην καθημερινή αρθρογραφία παντός τύπου δημοσιογράφων και σχολιαστών. Μέσα στα λίγα εικοσιτετράωρα που μεσολάβησαν από το χαρακτηρισμό «τζαμπατζήδες» του κινήματος «Δεν πληρώνω» από το Δημήτρη Ρέππα, έως και την αναγγελία του σχεδίου νόμου που ποινικοποιεί τη δράση του κινήματος, ο συντονισμός των δημοσιογράφων πάνω σε αυτή τη γραμμή της νομιμοφροσύνης είναι πραγματικά εντυπωσιακός. Είναι ενδεικτικό ότι χρησιμοποιούν ακόμη και τις ίδιες λέξεις σε ίδια παραδείγματα. Σταχυολογώντας από τα μονόστηλα των εφημερίδων εκείνων των ημερών, διαβάζουμε:

«Θα σταθώ, όµως, στο «ποιος αποφασίζει» και µε «ποια κριτήρια». ∆ιότι, αν κριτήριο αποτελεί η απλήδήλωση φρονήµατος του κάθε δράστη, τότε ειλικρινά δεν βρίσκω ουσιαστική διαφορά ανάµεσα σε εκείνους που ετσιθελικά δεν πληρώνουν επειδή θεωρούν ότι τους προσβάλλουν οι εργολάβοι και στους άλλους που έσπασαν ένα θέατρο επειδή θεώρησαν ότι προσβάλλεται ο Ολυµπιακός» (Γ. Πρετεντέρης, Τα Νέα, 9 Φεβ 2011)

«(...) όλο και περισσότεροι προσχωρούν στην πρακτική τού «δεν πληρώνω», θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν εκδηλώνουν τη διαμαρτυρία τους για την οικονομική κατάσταση και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Μόνο που πλέον έχει χαθεί το μέτρο και η καλλιεργούμενη αίσθηση πως ο καθένας δικαιούται να εκφράζει την αντίθεσή του για ό,τι αυτός θεωρεί άδικο ή δεν του αρέσει οδηγεί σε ευθέως αντικοινωνικές συμπεριφορές και πρακτικές, όπως για παράδειγμα η επίθεση οπαδών ποδοσφαιρικής ομάδας εναντίον θεάτρου (...), επειδή δεν τους άρεσε ο τίτλος του έργου και θεωρούσαν ότι εγκωμίαζε αντίπαλο σωματείο.» (Έθνος, 7 Φεβ 2011)

«Είναι άλλο πράγμα η διαμαρτυρία και εντελώς διαφορετικό η βία, ο χουλιγκανισμός και η απόλυτη κατάλυση του νόμου και της δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν κάποιοι να κλείνουν τα σύνορα της χώρας επί ώρες και να μην τιμωρούνται. Δεν γίνεται κάποιοι ναχτυπάνε με δολοφονική μανία έναν πολιτικό, να αποτυπώνονται τα πρόσωπά τους στις κάμερες, και κανείς να μην τιμωρείται. Δεν μπορεί οι κάτοικοι της Χ Κερατέας να επιτίθενται με δολοφονική μανία κατά των αστυνομικών και να κρατούν κλειστό ένα κεντρικό δρόμο της Αττικής για δύο μήνες. Δεν γίνεται κάποιοι να καταστρέφουν εισπρακτικά μηχανήματα στο μετρό και να φεύγουν ατιμώρητοι.» (Α. Παπαχελάς, Καθημερινή, 9 Φεβ 2011)
Ακόμη όμως και θεωρητικά προοδευτικοί αρθρογράφοι προσφεύγουν σε αυτού του τύπου τους λογικούς ακροβατισμούς, που αποκλειστικό σκοπό έχουν να λασπώσουν και απονομιμοποιήσουν τα κινήματα άρνησης που ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια στην μνημονιακή Ελλάδα. Έτσι, σε άρθρο τού Στ. Κούλογλου, το οποίο υποτίθεται ότι ψέγει την κυβέρνηση για την αδιαλλαξία της, παρατηρούμε ότι επαναλαμβάνεται το ίδιο προπαγανδιστικό εφεύρημα:

«Δεύτερον, ότι υπάρχει πιθανότητα η κατάσταση να ξεφύγει εκτός κάθε ελέγχου. Στην αρχή είναι τα διόδια, μετά μπορεί να είναι τα σούπερ μάρκετ, τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών, οι πιτσαρίες, τα γήπεδα και δεν συμμαζεύεται. Στη χώρα, ο καθένας κάνει πλέον ότι του καπνίσει. Είναι χαρακτηριστική εδώ η τραμπούκικη επίθεση και οι βανδαλισμοί οπαδών του Ολυμπιακού στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, επειδή στον τίτλο της αναφερόταν ο ΠΑΟΚ. Στο τέλος, θα φάμε ο ένας τον άλλο» (Στ. Κούλογλου, tvxs, 10 Φεβ 2011)
Το κακό με την επίκληση της απαραβίαστης νομιμότητας, είναι ότι θα πρέπει να κυνηγάς κάθε μορφή παραβατικότητας και να την ψέγεις με την ίδια πύρινη γλώσσα, ασχέτως το ποιος είναι ο νόμος και ποιος ο παραβάτης. Βέβαια δε θα δείτε ποτέ Τρεμοπρετεντέρηδες και Καστανιδοπαπουτσήδες να διαρυγνύουν τα ιμάτιά τους για το γεγονός ότι τα ποδήλατα δε φέρουν πινακίδες κυκλοφορίας όπως ορίζει ο προπολεμικός νόμος που ουδέποτε καταργήθηκε. Ούτε βέβαια ομάδες ΜΑΤ και ΔΙΑΣ έχουν βάλει στο κατόπι πιτσιρικάδες με trial για την τιμή του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Όπως ακριβώς δε θα ξεκινήσει κανένα συνεργείο ούτε σήμερα, ούτε στο γνωστό μέλλον να γκρεμίσει το μεγαλύτερο αυθαίρετο της Αττικής (το Mall στο Μαρούσι) παρά την απόφαση του ΣτΕ. Η επιλεκτική νομιμότητα επιτάσει μόνο τη φύλαξη του ιδιωτικού συνεργείου του Μπόμπολα, από την μαζική υστερία των κατοίκων της Κερατέας, με πέντε διμοιρίες ΜΑΤ, τρία κλιμάκια της ασφάλειας και τόνους χημικών.
Η επίκληση της νομιμοφροσύνης είναι καμένο χαρτί, γιατί ούτε τον ανήμπορο να αντεπεξέλθει πτωχοποιημένο πολίτη μπορεί να πείσει, ούτε όμως και τον μεσοαστό που δεν έχει καμία εξωθεσμική ή κινηματική αναζήτηση. Πολύ απλά διότι νομιμότητα χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει και δικαιοσύνη χωρίς -έστω και κατ’ επίφαση- ισονομία είναι αδιανόητη. Στην πράξη, όλη αυτή η επιδρομή νομιμότητας που γίνεται από ανθρώπους του συστήματος και κυβερνητικά στελέχη θα έχει το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα (σ.σ. ποιος είπε ότι το σύστημα είναι έξυπνο), καθώς συντελεί στην όξυνση τόσο της συνείδησης ότι τα μέτρα έχουν ταξική φύση  όσο όμως και του ανθρώπινου αισθήματος της δικαιοσύνης. Ακόμη κι αν ο πολίτης απλώς ψυχανεμίζεται ότι η κυβέρνηση τον «καταδιώκει», τώρα πια δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η εξουσία τον τοποθετεί απέναντί της και μάλιστα με τιμωρητικές διαθέσεις. Και για όποιον έχει αμφιβολία, στις συνελεύσεις της Κερατέας ήδη συμμετέχουν έως και 9.000 άνθρωποι.
Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι το σύστημα δεν είναι έξυπνο, αλλά απλώς ισχυρό. Σαν γιγαντόσωμος κοκορόμυαλος τραμπούκος. Μένω λοιπόν στην αυθόρμητη και αποκαλυπτική κουβέντα ενός ηλικιωμένου κατοίκου της Κερατέας: «έμαθαν σε γέρους ανθρώπους να φτιάχνουν μολότοφ». Η εξουσία δεν το αντιλαμβάνεται αυτό. Ποτέ δεν το αντιλαμβανόταν και γι’ αυτό επαναλαμβάνει με ανιαρή συνέπεια τα λάθη της.