Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει»…

Του Νίκου Μπογιόπουλου
 «Δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής», έλεγε. «Αισθάνομαι την ποίηση σαν τρόπο έκφρασης επειδή δεν μπορούσα να εκφραστώ διαφορετικά. Δηλαδή ήταν η εποχή τόσο πιεσμένη, τόσο δύσκολη, που μόνο εκφράζοντας τον πόνο του μπορούσε κανείς να την αντέξει».

    Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας του λόγου. Υπήρξε βαθύς γνώστης της σημασίας της σιωπής.

    Πριν «φύγει» (τον Ιούνιο του 2005), σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του και μετά από μια σχεδόν δεκαπεντάχρονη ποιητική «σιωπή», εξηγούσε: «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δε θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή».

     Σήμερα συμπληρώνονται 91 χρόνια από την γέννησή του, στις 10 Μάρτη 1910.

    Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο «ερωτικός και πολιτικός μαζί» ποιητής όπως αυτοπροσδιοριζόταν, στην υποταγή και στην συνθηκολόγηση που αναζητά εύσημα «ρεαλισμού», απαντούσε: «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα».


    Υπήρξε μια ξεχωριστή μορφή της ελληνικής ποίησης που με την Τέχνη του συντήρησε «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες».

    Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους ποιητές της γενιάς του, έδωσε το «παρών» σε κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και των αγώνων του λαού και    «φορτωμένος» με αυτήν ακριβώς την εμπειρία το είχε διατυπώσει έτσι: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει»…


Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουνε δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.

Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοί τούς φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει

Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.

Από τη συλλογή «Η συνέχεια 2» (1956)

Αντανάκλαση: enikos