Από: www.pressinaction.gr |
Σύμφωνα με την αναφορά ειδικών στην ψυχική υγεία (Interagency statement on Mental Health in Gaza in 2009: Principles and response): «Η πρόσφατη βία και ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός απειλούν πολύ σοβαρά την ψυχική και πνευματική υγεία καθώς και την κοινωνική ευημερία τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών. Η καταστροφή και ο πόνος που προκάλεσαν οι άγριοι βομβαρδισμοί και οι οδομαχίες για πάνω από τρεις βδομάδες, ακολουθούν πολλά χρόνια κατοχής, συγκρούσεων και απωλειών. […] Απαιτείται τεράστια προσπάθεια για να μπορέσουν ν’ αντιμετωπίσουν τις τραυματικές εμπειρίες και ν’αρχίσουν να ξαναχτίζουν τις ζωές τους…[..] Πρέπει να υπάρξουν δραστηριότητες που ομαλοποιούν τη ζωή τους και τους δίνουν μια αίσθηση ασφάλειας, δομής και ασφαλούς πρόβλεψης για το μέλλον, σε έναν κατά τα άλλα χαώδη και επισφαλή κόσμο. Να δοθούν ευκαιρίες στους εφήβους να πάρουν μέρος στην αντιμετώπιση της κρίσης, οργανώνοντας οι ίδιοι δραστηριότητες για μικρότερα παιδιά, ευκαιρίες που θα τους δώσουν αίσθηση πληρότητας και αυτοπεποίθησης…». Τέταρτη ημέρα της επιχείρησης «Συμπαγές Μολύβι» των Ισραηλινών το 2009, τέταρτη δημοσίευση των μονολόγων των παιδιών της Γάζας.
Ο Άνας (έτος γέννησης 1995)
Από τότε που ήμουν μικρός ονειρευόμουν να γίνω ένας διάσημος ποδοσφαιριστής. Πίστευα ότι θα πραγματοποιήσω τα όνειρά μου… αλλά τώρα υπάρχουν ένα εκατομμύριο εμπόδια στον δρόμο μου. Πρώτα από όλα δεν υπάρχουν γήπεδα ούτε για ενήλικες, ούτε για παιδιά. Και η πολιορκία χειροτέρεψε τα πράγματα.
Αν ήμουν πρωθυπουργός, θα έδινα μεγαλύτερη έμφαση στο Υπουργείο Νεολαίας και Αθλητισμού. Θα έχτιζα γήπεδα παντού, κυρίως στα σχολεία, και θα άφηνα τους μαθητές να παίζουν ελεύθερα, χωρίς να τους διώχνει ο σχολικός φύλακας. Θα καταργούσα κάθε οικονομική συμμετοχή σε ομίλους και θα προστάτευα όλα τα πάρκα. Αλλά τα όνειρα, η ασφάλεια, η ελπίδα και το μέλλον είναι λέξεις που χάνουν το νόημά τους σε μια πόλη που σκοτώνει και το παραμικρό όνειρο. Ήμουν τερματοφύλακας και ο φίλος μου ο Μοχάμετ μου έλεγε: «Θα βάλω γκόλ», αλλά εγώ πάντα τον απέκρουα.
Στις 7 Ιανουαρίου 2009, στη διάρκεια του πολέμου, στεκόμουν στην πόρτα του σπιτιού μας. Είχε ομίχλη και κάποιος ήρθε και μου είπε ότι ο φίλος μου ο Μοχάμετ έγινε Μάρτυρας (*). Φυσικά δεν το πίστεψα. Πήγα να βρω τον φίλο μου και ήμουν τρομοκρατημένος από την ιδέα του θανάτου.
Μπήκα στο τζαμί και είδα τον πιο στενό μου φίλο, τον Μοχάμετ, κομματιασμένο, τυλιγμένο σε μια παλαιστινιακή σημαία. Έκλαψα πολύ, πάρα πολύ. Πονούσα που δεν μπορούσα να τον αγκαλιάσω και να τον φιλήσω. Προσπάθησα να τον αγγίξω. Τον πήγαμε στο νεκροταφείο και τον θάψαμε. Έμεινα κοντά του και του έλεγα ότι τον αγαπώ και ότι είμαι πολύ θυμωμένος που με άφησε μόνο μου σε αυτόν τον κόσμο. Καθώς έφευγα από το νεκροταφείο, άρχισε ένας πολύ δυνατός βομβαρδισμός.
Νόμισα ότι ο άγγελος του θανάτου με ακολουθούσε και δεν ήθελε να με αφήσει μόνο μου. Δόξα τω Θεώ, είμαι ακόμη ζωντανός.
(*) Μάρτυρας: ο Παλαιστίνιος νεκρός του πολέμου
(Μετάφραση από τα Αγγλικά: Μάρθα Κατσαρίδου)
Ο Εχάμπ (έτος γέννησης 1994)
Από τότε που συνειδητοποίησα τον κόσμο, είχα πολύ περιορισμένο τρόπο σκέψης. Ζωή για μένα ήταν να γεννηθώ, να μεγαλώσω, να παντρευτώ, να κάνω παιδιά, να δουλέψω, να τα μεγαλώσω, να τα θρέψω, να τα σπουδάσω, να τα παντρέψω και μετά να πεθάνω.
Μετά τον πόλεμο όμως, κατάλαβα ότι η ζωή δεν είναι και τόσο απλή. Σε κάθε μας βήμα συναντάμε ένα σωρό εμπόδια. Φοβάμαι πως όταν μεγαλώσω δεν θα βρω δουλειά, γιατί όπου κι αν πάω, βλέπω άντρες να στέκονται έξω από την πόρτα του σπιτιού τους άπραγοι. Αυτό είναι που με φοβίζει και με λυπεί περισσότερο. Γι’ αυτό τα παιδιά στη Γάζα αναλαμβάνουν ευθύνες και χάνουν την παιδικότητά τους απ’ τη στιγμή που γεννιούνται.
Η μητέρα μου πάντα έλεγε: «Ο Εχάμπ είναι το καλύτερό μου παιδί» γιατί ήμουν πάντα σπίτι, και δεν δημιουργούσα ποτέ προβλήματα.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο πατέρας μου μας κλείδωσε στο σπίτι γιατί φοβόταν για μας. Πάνω στις δύο ώρες βαρέθηκα. Βγήκα να περπατήσω γύρω από το σπίτι. Αυτή η φορά, όμως, η βόλτα ήταν διαφορετική. Φοβόμουν να περπατήσω κοντά σε αμάξια για την περίπτωση που θα βομβαρδίζονταν. Και όλη την ώρα κοιτούσα ψηλά στον ουρανό μήπως κάποιο αεροπλάνο έρθει και με βομβαρδίσει χωρίς να το καταλάβω.
Ήμουν τρομοκρατημένος, αν και στην περιοχή Σαφτάουι δεν γίνονταν πολλές φασαρίες. Πήγα σπίτι τρέχοντας, σα να ήθελα να ξεφύγω από κάτι τρομοκρατικό.
Έμεινα μέσα μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος. Μετά τον πόλεμο η ζωή μου άλλαξε πολύ. Οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους και τους γείτονες βελτιώθηκαν. Γνωρίστηκα με τους άντρες της γειτονιάς και άρχισα να παίζω ντάμα με τους ηλικιωμένους. Όλη την ώρα είμαι έξω από το σπίτι, δεν μπορώ να μείνω μέσα ούτε λεπτό. Και η μητέρα μου σταμάτησε να λέει: «Ο Εχάμπ είναι το καλύτερό μου παιδί».
Διαπίστωσα ότι πριν από τον πόλεμο δεν υπήρχα, αλλά μετά τον πόλεμο, να ‘μαι– ο Θεός να με φυλάει! – σε μια πόλη που αναπνέω τον αέρα της, τραγουδώ, χορεύω, κλαίω μαζί της, ενώ η ζωή κυλά...
(Μετάφραση από τα αγγλικά: Μάρθα Κατσαρίδου)