Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Βαγγέλης Αποστολόπουλος

«Έφυγε» σαν σήμερα...
Σάββατο εφτά Γενάρη 2012. Πέρασαν 4 χρόνια. Σαν τώρα μου έδωσες το τελευταίο σου φιλί για να πάω στο γραφείο. Πρώτη φορά στα δυο χρόνια που έκανα βραδυνή βάρδια.
Την προηγούμενη μέρα ήταν η πρώτη φορά που πληρώθηκα. Καθίσαμε όλο το βράδυ στο σαλόνι κουβεντιάζοντας και γελώντας. Έχω την εικόνα σου ακόμα μπροστά μου, εσύ στην πολυθρόνα, όπως πάντα άναβες το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, εγώ ξαπλωμένος στον καναπέ σε άκουγα να μου μιλάς. Κάναμε σχέδια για το καλύτερο μέλλον που ερχόταν... Το μεσημέρι κέρασες ουζάκια τους φίλους σου στη «Μουριά» και μετά ήρθες στο σπίτι να φάμε παρέα. Τέτοια ώρα ήταν όταν σε είδα τελευταία φορά όρθιο. Στις 7.35 μίλησες στο τηλέφωνο με τον φίλο σου τον Δημήτρη. Από τις 8.05 δεν απαντούσες στις κλήσεις της μαμάς και της Νέλιας... Από τις 7 μέχρι τις 9 τρέλανα τα παιδιά στο γραφείο να ακούμε τέρμα ένα τραγούδι από τις «μέλισσες» το «σαν σκιά» που οι στίχοι του ακόμα με στοιχειώνουν. Πρώτη φορά που άκουγα «μοντέρνο» ελληνικό συγκρότημα. Δεν έχω ακούσει μουσική από τότε. Στις 2 το ξημέρωμα περιμέναμε στη στάση το λεωφορείο για να επιστρέψουμε στα σπίτια μας μαζί με τη Χαρά που είχαμε μαζί βάρδια. Μέσα στη νύχτα και στη καρδιά του χειμώνα αηδόνια κελαηδούσαν! Δεν είπαμε τίποτα ο ένας στον άλλο, κρατήσαμε και την αναπνοή μας για να ακούμε τη μελωδία... Μια εβδομάδα μετά «έφυγε» και της Χαράς ο μπαμπάς. Γύρισα στο σπίτι τρεις παρά. Το φως από το πορτατίφ αναμμένο δίπλα σου κι εσύ με το Ριζοσπάστη στο χέρι να «κοιμάσαι». Το πρόσωπό σου γαλήνιο. Σε μια ηρεμία που τα τελευταία χρόνια μόνο στον ύπνο έβρισκες. Όλες σου οι φωτογραφίες στο ίδιο βλοσυρό ύφος. «Χαμογέλα» σου λέγαμε. Το τελευταίο θέμα που διάβασες δεν ήταν πολιτικό, αλλά ένα άρθρο για την αγαπημένη θάλασσα. «Η επιστροφή των μεδουσών» ο τίτλος. Χαμογέλασα ανεπαίσθητα στη σκέψη πως αποκοιμήθηκες καθώς με περίμενες να γυρίσω και βέβαια δεν τόλμησα να σβήσω το πορτατίφ. Πάντα ξυπνούσες όταν σου κλείναμε το φως και μας «μάλωνες» επειδή σε ξυπνήσαμε! Ούτε τώρα θα χαμογελούσες πατέρα αν ήσουν εδώ... Αλλά θα ήξερες να με συμβουλέψεις και να μου δώσεις κουράγιο για να ξεπεράσουμε τα όσα ζούμε. Να ξέρεις «μπα» πως τίποτα ευχάριστο δεν έχεις χάσει. Απέφυγες να ζήσεις και την επιστροφή των φασιστών και ούτε θα δεις τους «πρωτηφοράδες» στην κυβέρνηση να σου παίρνουν τα σπίτια και το γιατρείο σου και να τα χαρίζουν στα «κοράκια».  Πρώτη φορά μετά από τέσσερα χρόνια άνοιξα σήμερα τη ντουλάπα μου να βρω τον Ριζοσπάστη στη σελίδα που κρατούσες. Διπλωμένη μέσα στην εφημερίδα βρήκα και την «κυριακάτικη Αυγή» της 29ης Γενάρη που έχει δημοσιευμένη την «Αποστολή εξετελέσθη» της μαμάς. Σ' αγαπάω «μεγάλε» και μου λείπεις...

Το σεντόνι
Κάποια υφαίνει για μας
ένα λευκό σεντόνι.
Κι από την πρώτη μέρα 
αρχίζουμε επάνω του να ζωγραφίζουμε

αγαπημένα πρόσωπα άδεια σπίτια 
ποτάμια θάλασσες δάση ουρανό
κι ότι άλλο βλέπουμε.

Ζωγραφίζουμε -αυτή υφαίνει-
κι όλο απλώνουμε το σεντόνι 
πάνω στα πράγματα
τα ζωγραφισμένα.

Μένει στο τέλος ένα μικρό κομμάτι
που πάνω σ' αυτό κανείς ποτέ δεν πρόλαβε 
τίποτα να ζωγραφίσει.

Είναι αυτό που μας τυλίγουνε.
Βαγγέλης Αποστολόπουλος
1946 - 2012

Από την ποιητική συλλογή «Μικρές Αλεξάνδρειες» Αχαϊκές Εκδόσεις

Αποστολή εξετελέσθη

Εις μνήμην του άντρα μου
Βαγγέλη Αποστολόπουλου

Τραπεζικοί και τα τσιράκια τους
τηλέφωνα κουδούνιζαν
Κάθετες εφορμήσεις συνέχεια
Ο ήχος βάναυσος
Μην καθυστερείτε
Τακτοποιείστε τις εκκρεμότητές σας
ακόμη και στον ύπνο σας
Μην κοιμάστε
Κοιμάστε;
Πώς ησυχάσατε για σήμερα
Σπεύσατε στην Τράπεζα
διά υπόθεσίν σας
Τολμάτε να τρώτε
Φακές; Ούτε αυτές
Πρώτα στην Τράπεζα
Και η σκέψη σας δική μας
......
Απεβίωσε
Μόλις τα καταφέρατε
τσιράκια
Από τα σύννεφα σας χαιρετά
Στυμφαλίδες όρνιθες
τραπεζικοί τσιράκια

Χτυπάτε και φεύγετε
αφού τα πάρετε όλα
ακόμα και τη ζωή
ακόμα και τα όνειρα

Κατά τα άλλα
συνεχίζει να κυλά η Νέδα
οι ελιές ασημίζουν τις πλαγιές
Τα φοινικόδεντρα αργοσαλεύουν
τα κλαριά τους
Η θάλασσα γλυκά λικνίζεται
κι ο ήλιος ξεψυχά ρόδινος
στα νερά της
Τα ζάρια χτυπάν στο τάβλι
οι φίλοι γκρινιάζουν
Ο καπνός στο βάθος· η θυσία
ολοκληρώθηκε
και το σώμα σφραγισμένο
στα μάρμαρα
Ο Λαπίθας αντίκρυ
και τα μάτια σου λαίμαργα
θα προσπαθούν να διαπεράσουν
τα σκοτάδια

17-01-12
Μαρία Καρδάτου