100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
«Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν την ζωή τους όπως εκείνος. Είναι πάρα πολλοί. Ξαναγεννιούνται συνεχώς», Πωλ Ελυάρ.
Ο Νίκος Μπελογιάννης πήρε τη σκυτάλη της υπέρτατης θυσίας από την Ηλέκτρα, από τους διακόσιους της Καισαριανής, από τον Λιγδόπουλο, από τους χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους, μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, που έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά του καπιταλισμού.
Ήταν παιδί της επαναστατικής δύναμης της εποχής μας.
Της εργατικής τάξης. Και αγωνίστηκε για τις πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Τις κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα στις 22 Δεκέμβρη 1915.
Μαθητής του Γυμνασίου γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ και δουλεύει δραστήρια για την οργάνωση πυρήνων στα Γυμνάσια της περιοχής.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας από την οποία αποβάλλεται τον Ιούλη του 1934 για την επαναστατική του δράση. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ηλεία. Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Το 1935 εκλέγεται γραμματέας της ΚΟ Αμαλιάδας του ΚΚΕ και συμμετέχει στις μεγάλες κινητοποιήσεις των σταφιδοπαραγωγών ενάντια στη ληστρική ΑΣΟ. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις Φυλακές της Πάτρας. Η δικτατορία του Μεταξά τον βρήκε φαντάρο.
Το Δεκέμβρη του 1936 συλλαμβάνεται για κομμουνιστική δράση στο στρατό και βασανίζεται άγρια. Στη συνέχεια καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλακή και έξι μήνες εξορία. Γυρίζοντας αναλαμβάνει γραμματέας της ΚΟ Ηλείας και αναπτύσσει δράση για την οργάνωση κομμουνιστικών πυρήνων παντού. Συλλαμβάνεται ξανά και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλακή και δύο χρόνια εξορία. Οδηγείται στις Φυλακές της Αίγινας και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία. Ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια των αγώνων και των διώξεων γράφει το βιβλίο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα». Είναι μόλις 23 χρονών.
Από την Ακροναυπλία παραδίδεται μαζί με άλλους 600 κομμουνιστές ως όμηρος στις γερμανικές αρχές κατοχής και μεταφέρεται σε ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βαριά άρρωστος μεταφέρεται στο Χαϊδάρι και μετά στο «Σωτηρία» από όπου απέδρασε. Στέλνεται στην Πελοπόννησο και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ. Ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ έδωσε εντολή να εξοντωθεί στη Λακωνία ο Γερμανός στρατηγός Κραζ μαζί με τη συνοδεία του, τον Απρίλη του 1944.
Το 1946 είναι μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και μαζί με τον Βαγγέλη Ρογκάκο διοικούν τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στο Μοριά.
Το 1947 γίνεται υπεύθυνος Διαφώτισης του Δημοκρατικού Στρατού και του απονέμεται ο βαθμός του ταγματάρχη Πεζικού.
Στη μάχη του Γράμμου, το καλοκαίρι του 1948, βρίσκεται στην κορυφή Γκόλιο όπου τραυματίζεται στο χέρι. Το1952, μετά την εκτέλεσή του, η ΚΕ του ΚΚΕ παίρνει απόφαση πως, όταν στην Ελλάδα γίνει λαϊκή εξουσία, τότε η κορφή Γκόλιο θα μετονομαστεί σε «Νίκος Μπελογιάννης».
Το καλοκαίρι του 1949 είναι πολιτικός επίτροπος στο τμήμα της 1ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού το οποίο με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) διενεργεί βαθιά διείσδυση στα μετόπισθεν του αντιπάλου για να ελαφρύνει το βάρος της επίθεσης που δεχόταν ο Δημοκρατικός Στρατός στο Γράμμο. Η διείσδυση γίνεται μέσα από τις γραμμές ενός πανίσχυρου αντιπάλου και δημιουργεί σύγχυση στις δυνάμεις του φτάνοντας με αδιάκοπο πυρ και κίνηση μέχρι τον Ίταμο της Καρδίτσας.
Διήρκεσε 43 μέρες και δόθηκαν 39 μάχες.
Μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού παίρνει το δρόμο προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες μαζί με χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες.
Το 1950 εκλέγεται αναπληρωματικό και στη συνέχεια τακτικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το καλοκαίρι του 1950 έρχεται στην Ελλάδα με αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων σύμφωνα με τις αποφάσεις της 7ης Ολομέλειας.
Έδωσε όλες του τις δυνάμεις για την ανάπτυξη των Κομματικών Οργανώσεων και για το συνδυασμό της νόμιμης με την παράνομη δράση, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα.
Στις 20 Δεκέμβρη 1950 συλλαμβάνεται.
Αμέσως θάφτηκε στην απομόνωση της Ασφάλειας επί έντεκα μήνες.
Δεν διάβασε ούτε τη δικογραφία.
Σε αυτές τις συνθήκες συνέλαβε την ιδέα της συγγραφής μιας μελέτης πάνω στην ιστορία της ελληνικής σκέψης. Ξεκινάει να την γράφει σε χαρτάκια, ακόμα και τσιγαρόχαρτα, χρησιμοποιώντας το κάρβουνο από καμένα σπίρτα.
Ο Μπελογιάννης μαζί με άλλους 92 παραπέμπεται σε δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο με την κατηγορία της παραβίασης του νόμου 509 περί μέτρων ασφαλείας του πολιτεύματος και του κράτους.
Από το εδώλιο ο Μπελογιάννης ξεσκεπάζει το κατηγορητήριο αποκαλύπτοντας ότι όλοι δικάζονται για τις ιδέες τους.
«Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ -είπε στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης- και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
Ο Νίκος Μπελογιάννης και ακόμα 11 καταδικάζονται σε θάνατο, όμως η σαθρότητα του κατηγορητηρίου και η κατακραυγή που ξεσηκώνεται ματαιώνει τα δολοφονικά σχέδια.
Η αστική τάξη όμως θέλει οπωσδήποτε να εκτελεστεί ο Μπελογιάννης.
Οργανώνεται δεύτερη δίκη σε Τακτικό Στρατοδικείο με την κατηγορία της διάπραξης κατασκοπείας.
Το σκηνικό στήνεται με την ανακάλυψη δύο ασυρμάτων, την ύπαρξη των οποίων οι αρχές γνώριζαν πριν ο Μπελογιάννης έρθει στην Ελλάδα. Με την κατηγορία της κατασκοπείας παραπέμπονται 28 και καταδικάζονται σε θάνατο οκτώ. Ανάμεσά τους και ο Μπελογιάννης.
Μετά την απόρριψη της αίτησης χάριτος θα οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος και Αργυριάδης.
Ήταν βαθιά η νύχτα της Κυριακής 30 Μάρτη 1952 όταν στρατιωτικά αυτοκίνητα μπήκαν στις Φυλακές Καλλιθέας.
Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε από το διευθυντή να παραδοθούν για εκτέλεση οι μελλοθάνατοι.
«Πάμε για καθαρό αέρα;», είπε ο Μπελογιάννης στον αρχιφύλακα που τον ξύπνησε.
«Ναι, σας πάνε για εκτέλεση», του απαντά.
Ο βασιλικός επίτροπος διάβασε την απόφαση του θανάτου.
Αμέσως μετά τους πέρασαν χειροπέδες και τους ανέβασαν σε ένα από τα στρατιωτικά οχήματα.
Η φυλακή αντηχούσε από φωνές που τους αποχαιρετούσαν.
Η φάλαγγα των αυτοκινήτων διέσχισε τους άδειους ακόμα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης, πίσω από το Νοσοκομείο «Σωτηρία». Τη νεκρική σιωπή έσπασαν οι κινητήρες και οι κραυγές των κρατουμένων από τις Νοσοκομειακές Φυλακές της «Σωτηρίας»:
«Μη σκοτώνετε τα αδέλφια μας. Μη σκοτώνεται τον Μπελογιάννη».
Μέσα στις φωνές ακούστηκε η ομοβροντία.
Ο Νίκος Μπελογιάννης με ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε την αθανασία.
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο βάδισε αλύγιστος το δρόμο της υπέρτατης θυσίας και η φωνή του αντηχεί ξεκάθαρα:
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών... Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του... Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ' αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
«Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μετρήσουμε αυτούς που έδωσαν την ζωή τους όπως εκείνος. Είναι πάρα πολλοί. Ξαναγεννιούνται συνεχώς», Πωλ Ελυάρ.
Ήταν παιδί της επαναστατικής δύναμης της εποχής μας.
Της εργατικής τάξης. Και αγωνίστηκε για τις πιο υψηλές αξίες που γνώρισε η ανθρωπότητα.
Τις κομμουνιστικές αρχές και επιδιώξεις.
Ο Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα στις 22 Δεκέμβρη 1915.
Μαθητής του Γυμνασίου γίνεται μέλος της ΟΚΝΕ και δουλεύει δραστήρια για την οργάνωση πυρήνων στα Γυμνάσια της περιοχής.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο γράφεται στη Νομική Σχολή της Αθήνας από την οποία αποβάλλεται τον Ιούλη του 1934 για την επαναστατική του δράση. Λίγο αργότερα συλλαμβάνεται για συμμετοχή σε αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ηλεία. Την ίδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ.
Το 1935 εκλέγεται γραμματέας της ΚΟ Αμαλιάδας του ΚΚΕ και συμμετέχει στις μεγάλες κινητοποιήσεις των σταφιδοπαραγωγών ενάντια στη ληστρική ΑΣΟ. Συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στις Φυλακές της Πάτρας. Η δικτατορία του Μεταξά τον βρήκε φαντάρο.
Το Δεκέμβρη του 1936 συλλαμβάνεται για κομμουνιστική δράση στο στρατό και βασανίζεται άγρια. Στη συνέχεια καταδικάζεται σε τρεις μήνες φυλακή και έξι μήνες εξορία. Γυρίζοντας αναλαμβάνει γραμματέας της ΚΟ Ηλείας και αναπτύσσει δράση για την οργάνωση κομμουνιστικών πυρήνων παντού. Συλλαμβάνεται ξανά και καταδικάζεται σε πέντε χρόνια φυλακή και δύο χρόνια εξορία. Οδηγείται στις Φυλακές της Αίγινας και στη συνέχεια στην Ακροναυπλία. Ανάμεσα σε αυτά τα χρόνια των αγώνων και των διώξεων γράφει το βιβλίο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα». Είναι μόλις 23 χρονών.
Από την Ακροναυπλία παραδίδεται μαζί με άλλους 600 κομμουνιστές ως όμηρος στις γερμανικές αρχές κατοχής και μεταφέρεται σε ιταλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βαριά άρρωστος μεταφέρεται στο Χαϊδάρι και μετά στο «Σωτηρία» από όπου απέδρασε. Στέλνεται στην Πελοπόννησο και εντάσσεται στον ΕΛΑΣ. Ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ έδωσε εντολή να εξοντωθεί στη Λακωνία ο Γερμανός στρατηγός Κραζ μαζί με τη συνοδεία του, τον Απρίλη του 1944.
Το 1946 είναι μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ και μαζί με τον Βαγγέλη Ρογκάκο διοικούν τα πρώτα ένοπλα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού στο Μοριά.
Το 1947 γίνεται υπεύθυνος Διαφώτισης του Δημοκρατικού Στρατού και του απονέμεται ο βαθμός του ταγματάρχη Πεζικού.
Στη μάχη του Γράμμου, το καλοκαίρι του 1948, βρίσκεται στην κορυφή Γκόλιο όπου τραυματίζεται στο χέρι. Το1952, μετά την εκτέλεσή του, η ΚΕ του ΚΚΕ παίρνει απόφαση πως, όταν στην Ελλάδα γίνει λαϊκή εξουσία, τότε η κορφή Γκόλιο θα μετονομαστεί σε «Νίκος Μπελογιάννης».
Το καλοκαίρι του 1949 είναι πολιτικός επίτροπος στο τμήμα της 1ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού το οποίο με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτης) διενεργεί βαθιά διείσδυση στα μετόπισθεν του αντιπάλου για να ελαφρύνει το βάρος της επίθεσης που δεχόταν ο Δημοκρατικός Στρατός στο Γράμμο. Η διείσδυση γίνεται μέσα από τις γραμμές ενός πανίσχυρου αντιπάλου και δημιουργεί σύγχυση στις δυνάμεις του φτάνοντας με αδιάκοπο πυρ και κίνηση μέχρι τον Ίταμο της Καρδίτσας.
Διήρκεσε 43 μέρες και δόθηκαν 39 μάχες.
Μετά την υποχώρηση του Δημοκρατικού Στρατού παίρνει το δρόμο προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες μαζί με χιλιάδες μαχητές και μαχήτριες.
Το 1950 εκλέγεται αναπληρωματικό και στη συνέχεια τακτικό μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.
Το καλοκαίρι του 1950 έρχεται στην Ελλάδα με αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων σύμφωνα με τις αποφάσεις της 7ης Ολομέλειας.
Έδωσε όλες του τις δυνάμεις για την ανάπτυξη των Κομματικών Οργανώσεων και για το συνδυασμό της νόμιμης με την παράνομη δράση, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα.
Στις 20 Δεκέμβρη 1950 συλλαμβάνεται.
Αμέσως θάφτηκε στην απομόνωση της Ασφάλειας επί έντεκα μήνες.
Δεν διάβασε ούτε τη δικογραφία.
Σε αυτές τις συνθήκες συνέλαβε την ιδέα της συγγραφής μιας μελέτης πάνω στην ιστορία της ελληνικής σκέψης. Ξεκινάει να την γράφει σε χαρτάκια, ακόμα και τσιγαρόχαρτα, χρησιμοποιώντας το κάρβουνο από καμένα σπίρτα.
Ο Μπελογιάννης μαζί με άλλους 92 παραπέμπεται σε δίκη στο Έκτακτο Στρατοδικείο με την κατηγορία της παραβίασης του νόμου 509 περί μέτρων ασφαλείας του πολιτεύματος και του κράτους.
Από το εδώλιο ο Μπελογιάννης ξεσκεπάζει το κατηγορητήριο αποκαλύπτοντας ότι όλοι δικάζονται για τις ιδέες τους.
«Είμαι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ -είπε στην απολογία του ο Ν. Μπελογιάννης- και ακριβώς για την ιδιότητά μου αυτή δικάζομαι, γιατί το Κόμμα μου παλεύει και χαράζει το δρόμο της Ειρήνης, της Ανεξαρτησίας και της Ελευθερίας. Στο πρόσωπό μου δικάζεται η πολιτική του ΚΚΕ».
Ο Νίκος Μπελογιάννης και ακόμα 11 καταδικάζονται σε θάνατο, όμως η σαθρότητα του κατηγορητηρίου και η κατακραυγή που ξεσηκώνεται ματαιώνει τα δολοφονικά σχέδια.
Η αστική τάξη όμως θέλει οπωσδήποτε να εκτελεστεί ο Μπελογιάννης.
Οργανώνεται δεύτερη δίκη σε Τακτικό Στρατοδικείο με την κατηγορία της διάπραξης κατασκοπείας.
Το σκηνικό στήνεται με την ανακάλυψη δύο ασυρμάτων, την ύπαρξη των οποίων οι αρχές γνώριζαν πριν ο Μπελογιάννης έρθει στην Ελλάδα. Με την κατηγορία της κατασκοπείας παραπέμπονται 28 και καταδικάζονται σε θάνατο οκτώ. Ανάμεσά τους και ο Μπελογιάννης.
Μετά την απόρριψη της αίτησης χάριτος θα οδηγηθούν στο εκτελεστικό απόσπασμα οι Μπελογιάννης, Μπάτσης, Καλούμενος και Αργυριάδης.
Ήταν βαθιά η νύχτα της Κυριακής 30 Μάρτη 1952 όταν στρατιωτικά αυτοκίνητα μπήκαν στις Φυλακές Καλλιθέας.
Ο βασιλικός επίτροπος ζήτησε από το διευθυντή να παραδοθούν για εκτέλεση οι μελλοθάνατοι.
«Πάμε για καθαρό αέρα;», είπε ο Μπελογιάννης στον αρχιφύλακα που τον ξύπνησε.
«Ναι, σας πάνε για εκτέλεση», του απαντά.
Ο βασιλικός επίτροπος διάβασε την απόφαση του θανάτου.
Αμέσως μετά τους πέρασαν χειροπέδες και τους ανέβασαν σε ένα από τα στρατιωτικά οχήματα.
Η φυλακή αντηχούσε από φωνές που τους αποχαιρετούσαν.
Η φάλαγγα των αυτοκινήτων διέσχισε τους άδειους ακόμα κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και έφτασε στον τόπο της εκτέλεσης, πίσω από το Νοσοκομείο «Σωτηρία». Τη νεκρική σιωπή έσπασαν οι κινητήρες και οι κραυγές των κρατουμένων από τις Νοσοκομειακές Φυλακές της «Σωτηρίας»:
«Μη σκοτώνετε τα αδέλφια μας. Μη σκοτώνεται τον Μπελογιάννη».
Μέσα στις φωνές ακούστηκε η ομοβροντία.
Ο Νίκος Μπελογιάννης με ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε την αθανασία.
Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο βάδισε αλύγιστος το δρόμο της υπέρτατης θυσίας και η φωνή του αντηχεί ξεκάθαρα:
«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών... Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του... Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ' αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».
Αντανάκλαση: 902